Γράφει ο Βασίλης Κ. Καλαμαράς [vasillis.kalamaras@gmail.com]

Δεν έζησε την εποχή που οι εισηγητές του Sturm und Drang, είχαν πεισθεί ότι ο Αιώνας των Φώτων δεν θα κηλιδωθεί από τις βιαιοπραγίες άλλων καιρών. Αν και προσπαθούσαν να φέρουν κάτι το νέον στο προσκήνιο της Ιστορίας, δεν κατάφεραν να πείσουν τας λαϊκάς δυνάμεις, καθώς αυτές εξακολουθούσαν να εργάζονται ως χειρώνακτες. Πάνω στην γη που την πατούσαν μέχρι θανάτου δεν είχαν αποτυπωθεί ούτε η θύελλα, ούτε η ορμή.

Είναι γεγονός ότι ο ορθολογισμός που ανέτρεψε την πεφωτισμένη βασιλεία, δεν κατάφερε να φέρει επί σκηνής των γεγονότων τους ξυπόλητους, τους ρακένδυτους, τους ξεβράκωτους. Ο Ναπολέων φόρεσε τον επαναστατικό του μανδύα και εμφανίστηκε στο θέατρο της Γαλλίας, γνωρίζοντας ότι δεν θ’ αργήσει να αντικαταστήσει την βασιλεία με μία κατ’ επίφαση πεφωτισμένη δεσποτεία. Προτίμησε τον τίτλο του αυτοκράτορα, γιατί είχε ταυτιστεί με το είδωλο του, τον στρατηλάτη Μεγάλο Αλεξάνδρο.

Αυτά σκεφτόταν και κάποια άλλα για το πως δημιουργήθηκαν οι δυνάστες της Δυτικής Ευρώπης και προσπαθούσε να τα μεταφέρει στο μέλλον ως παραδείγματα, αφού το παρόν, αν εξαιρέσεις τον χρόνο που χρειάζεται το μυαλό για να προβλέψει τα εσόμενα, δεν πορεύεται παρά μόνον με τις καθυστερήσεις.  Τότε, -πότε ακριβώς το αποφάσισε, δεν το γνωρίζουμε-, ενώθηκε με τον χρόνο όχι διά της φαντασίας, αλλά τον χρόνο της πραγματικότητας, όπως π.χ. μεταφέρεται η φωνή μέσω της γραμμής του τηλεφώνου: αστραπιαία.

Ομολογουμένως, εκείνον τον καιρό οι αστραπές ως φυσικό φαινόμενο, λόγω της υπερθέρμανσης, είχαν απωλέσει τις επακόλουθες βροντές τους. ‘Ολος ο ηλεκτρισμός είχε συσσωρευτεί σε κεραυνούς, οι οποίοι ξεσπούσαν εν μέσω απολύτου παμφώτου διαστήματος. Πού και πού εμφανιζόταν μέσα στο απόλυτο σκότος των περιστρεφομένων πλανητών ένα φως παραπονιάρικο κι όμως παρήγορο. Είχε το χρώμα του αργύρου, μάλλον την φαιά λάμψη του, κι ο ήχος, αν μπορούσαμε να μιλήσουμε για ήχο, θορυβούσε όπως τα βαγόνια μιάς αμαξοστοιχίας τρίβουν τους τροχούς τους στις σιδεροτροχιές πετώντας φωτιές.

«Ο οφθαλμός ακούει», σκέφτηκε. «Τα αυτιά βλέπουν», διόρθωσε. Και οι άλλες τρεις αισθήσεις; Η όσφρηση είναι για τον πόλεμο, γιατί αρέσκεται στην μυρωδιά των πτωμάτων, ιδιαιτέρως των διαμελισμένων, όπου πετούν μύγες βομβίζοντας αιωνιότητα. Η γεύση είναι για τον πνιγμό, όταν περνάς το ποτάμι, ντυμένος με την στρατιωτική στολή, και καθώς έχει ξεχειλίσει, δοκιμάζεις τον θάνατο σαν γλυκιά βουτιά στο απέθαντο.  Απουσίαζε η αφή από αυτή την ανακεφαλαίωση των πέντε αισθήσεων.

Και δεν ήταν καθόλου πρωτοφανές σε ανθρώπους που αν και δεν εργάζονται ακριβώς διά των χειρών, τα χρησιμοποιούν προς δακτυλογράφηση. Γιαυτό, όταν είχε συλληφθεί, επειδή είχε βάλει φωτιά στα σύμβολα του έθνους και είχε αρνηθεί να τραγουδήσει τον εθνικό ύμνο, γιατί πίστευε ότι είναι καπηλεία να μιλάς με φανατισμό για την πατρίδα σου. ‘Αλλωστε, αυτός είχε ζήσει μέχρι τώρα ως πολίτης αυτοκρατορίας, η οποία αν και είχε διαλυθεί στα εξ ων συνετέθη, ούτε στιγμή μετά την κατάρρευσή της, δεν αντέδρασε ως ηττημένη. ‘Αλλωστε ήταν γραμμένη η μοίρα και στις δύο παλάμες του, εάν και η αριστερή είχε σημαδευτεί από παλιά πληγή.

Μέσα σ’ αυτή την πληγή κοίταξε να δει το μέλλον, γιατί ο ορθολογισμός εξέπιπτε σε μαγγανείες, αφού είχε γεννηθεί σε πολιτεία που ανήκε στην Λατινική Αμερική και στους Λατίνους κατοίκους της που χωρίς τους ιθαγενείς θα ήταν ένα τίποτα. Την καταγωγή του την θεωρούσε βρισιά, γιαυτό τώρα που κοίταζε από ψηλά το Παρίσι, συγκεκριμένα από την Σακρ Κερ, μία από τις πιό ψηλές κορφές της κατ’ ευφημισμόν Πόλης του Φωτός. Είναι αλήθεια ότι είχε καιρό να προσκυνήσει την μαύρη μαντόνα, αν και συνήθιζε να δηλώνει άθεος στην συνηθισμένη ερώτηση δημοσιογράφων για τη σχέση του με την θρησκεία.

Καθώς το όλο σκηνικό προμηνούσε βροχή, άρχισε να προσεύχεται.  Τώρα, όμως, μπροστά στο θέαμα του αδιαπεράστου φωτός, λόγω καλπαζόντων συννέφων, είχε ανέβει στη σκηνή της Ιστορίας και προσευχόταν στα κορσικανικά. Στην μητρική του γλώσσα πρόφερε την πρωτεύουσα της νήσου του ως Αγιάτσο. Τα σύνορα της νέας ευρωπαϊκής Γαλλίας είχαν φτάσει μέχρι την Κορσική. Γιαυτό, καθώς έπεφτε ένας κεραυνός, λίγα δευτερόλεπτα πριν τον χτυπήσει  και τον ρίξει καταγής, βροντοφώναξε: Αζαξιό. Κανένας Κορσικανός δεν τον άκουσε τον προδότη.

Αιακείς τον σήκωσαν στους ώμους του και με τις τελετουργίες των ιθαγενών της Γουϊνέας τον κήδεψαν κοιτώντας προς τον ουρανό. Είχε σταματήσει να βρέχει, εδώ και χρόνια, στην αμερικανική ήπειρο. Μόνον η μαύρη μαντόνα δάκρυζε στην Αϊτή, γιατί την παρακαλούσαν στα γαλλικά.