Του Βασίλη Κ. Καλαμαρά [vasillis.kalamaras@gmail.com]

Στη δημοσιογραφία και στην κριτική, οι δάσκαλοι το πρώτο που σού μαθαίνουν είναι να αποφεύγεις τα επίθετα. Κι όμως, χωρίς επιφύλαξη, θα χαρακτήριζα αριστουργηματικό το ντοκιμαντέρ του Σταύρου Ψυλλάκη για το συγγραφέα Γιώργο Μανιάτη (1939-2018), «Για χωρίς λόγους. Συναντήσεις με τον Γιώργο Μανιάτη». Με κατάμεστη την αίθουσα της ταινιοθήκης της Ελλάδας και πολλούς ορθίους, η αθηναϊκή πρόσκληση -την περασμένη Κυριακή-είχε βρει δεκάδες πρόθυμες/ους αποδέκτες.

Η λέξη «αριστούργημα» πήγε και ήρθε ουκ ολίγες φορές από στόματα φίλων του Μανιάτη και του Ψυλλάκη, άνθρωποι ζυμωμένοι με τον σκληρό πυρήνα της νεοελληνικής διανόησης. Κινηματογραφιστής και βιογραφούμενος ανήκουν  σ’ αυτό πεδίο, και δικαίως, η ταινία χωρίς να απευθυνόταν αποκλειστικά σ’ αυτούς, ήθελε ωστόσο την ηθική υποστήριξή τους. Η προβολή της ταινίας θα επαναληφθεί στις 4, 11 & 18 Μαΐου (ημέρα Σάββατο), στις 8 το βράδυ στην Ταινιοθήκη της Ελλάδας. Μετά την προβολή θα ακολουθεί συζήτηση με προσκεκλημένους ομιλητές, τον σκηνοθέτη και το κοινό.

Ο φακός του σκηνοθέτη εστιάζει στο κουδούνι του δώματος επί της οδού Βεάκη 9. «Μολών λαβέ». Ο έγκλειστος, ο εντός των τειχών, ο χωρίς να το πάρει είδηση κεκλεισμένος, ο κλεισμένος καβαφικά στο υπερώον όπου τελούνται τα έργα του και ίπτανται τα όνειρα του. Ο Γιώργος Μανιάτης γράφει ως υπνοβάτης μέσα στην νύχτα των ημερών μας, κιναισθητικός, με υπόκρουση ενός αυλού που ακούγεται από την κορυφή ενός όρους, όπου σιγοκαίει η φωτιά που θα κάψει στο τέλος, κατά την τελευτή του, σώμα και μυαλό και ψυχή και καρδιά. Ο Γιώργος Μανιάτης γεννήθηκε στην Μεσσήνη από την μητέρα του και έπρεπε να ξαναγεννηθεί, η νέα γέννα στην έρημο προκαλείται, στο μεταίχμιο μεταξύ ζωής και θανάτου, κάτω από έναν καυτό ήλιο την ημέρα και ένα παγωμένο φεγγάρι την νύχτα.

                                         Η ασφυξία ενός αντι-ήρωα

Ασφυκτιά μέσα στην κλειστή δομή μιας συντηρητικής οικογένειας, ασφυκτιά στους δρόμους της μεταποελμικής Ελλάδας, περισσότερο βουτηγμένης στην ρουφιανιά, στην προδοσία, στην διαμάχη, απότοκα ενός Εμφύλιου και Μετα-Εμφύλιου. Την ίδια στιγμή που ακούγονται οι κραυγές βασανιστών και βασανισμένων σε κάποιο κελλί φυλακής ή σε κάποιο ακροθαλάσσι πεταμένο στο αλάτι, οι «άγιες» και «τίμιες» ελληνικές οικογένειες πιστές στην πατρίδα και στον χριστό τους, αλλάζουν πλευρό στο κρεβάτι και κοιμούνται τον ύπνο του δικαίου. Καμμία ενοχή; Ο Γιώργος Μανιάτης θέλει να φύγει, φεύγει τελικά, κουβαλώντας την ανοχή και το φάντασμα του πατέρα, ήρωα του αλβανικού έπους, με ανάπηρα πόδια, αλλά με δωρεάν πρόσβαση ή με μισό εισιτήριο στα μέσα μαζικής μεταφοράς.

Ο Σταύρος Ψυλλάκης ζητάει από τον Μανιάτη να ξαναγεννηθεί για μια με λόγους, για μια χωρίς λόγους ζωή, καμμένη, κατεστραμέννη, πυρπολημένη ήδη από τα μέσα της δεκαετίας τού ’70, προτού στραφεί ο βιογραφούμενος στην λυτρωτικό ύδωρ της μουσικής, όταν ο τυπωμένος λόγος είναι κάτι λίγο περισσότερο από μία μπροσούρα, από μία εφημερίδα τοίχους, από ένα τρικάκι διαμαρτυρίας. Τα κείμενα συγκροτούνται από το εκμαγείο της Λεγεώνας των Ξένων, μέσα στο οποίο χύθηκε η μορφή του συγγραφέα, καθόλου οριζόντιου, εγγύτερα στην σπειροειδή κίνηση προς ένα κέντρο, όπου χάσκει ο ‘Αδης ο χθεσινός, καθόλου αρχαιοπρεπής, μα σημερινός, φωτισμένος από έναν ορίζοντα απέραντου γαλάζιου μέλλοντος.

                                 Δραπέτης πανταχόθεν και θεόθεν

Δραπέτης από μία γήινη φυλακή, κάτοικος ενός πλατωνικού σπηλαίου, όπου οι ιδέες ως αρχέτυπα αδημιούργητα από έναν Θεό αυτοδημιούργητο, που κοντοστέκεται στην μορφή και στο ύφος του γραπτού χωρίς να το χαράζει, αχάραγο από΄το σκοτάδι που εξέρχεται προς το φως και πεφωτισμένο είναι το γραπτό που έρχεται από τα βάθη της αβύσσου. Ο σκηνοθέτης συναντά τον συγγραφέα-μουσικό περί τις ογδόντα φορές, μεθοδικός καθώς είναι σημειώνει, σημειώνει, σημειώνει. Στοχάζεται και αναστοχάζεται, όχι τόσο με το μυαλό, όσο με την αίσθηση εκείνη που κοιτάζεσαι στον άλλο μέχρι να ξεχάσεις τον εαυτό σου και να γίνεις ο άλλος, και μέσα από τον άλλο, να αναδυθεί ο εαυτός του ως θεατής και θεώμενος.

«Πώς θα πεις σε μία κοπέλα ότι σού αρέσει;», αναρωτιέται ο Ψυλλάκης μετά από έννέα συναντήσεις-λήψεις. ‘Ενα τέτοιο ερώτημα ακούγεται στην ταινία και ο τρόπος δεν είναι ένας και μοναδικός, δεν είναι οριζόντιος, είναι κατάδυση σε αχερόντια ύδατα, είναι έκρηξη στο ναρκοπέδιο του μυαλού, είναι ένα ξαφνικό ηφαίστειο των αισθήσεων, είναι η ανολοκλήρωτη εξομολόγηση που θέλει να τα πει όλα, μάλλον να βρει την αρχή πως ξεκίνησαν, πως δρομολογήθηκαν, πως χάθηκαν και ξανακερδήθηκαν, πως εξέπεσαν από την βεβαιότητα και πως κατρακύλησαν ως κυλιόμενες πέτρες ενός ποταμού που ξύπνησε την κοίτη του και ξαναγεννήθηκε στις πηγές του.

* Από τις εκδόσεις Στιγμή του Αιμίλιου Καλιακάτσου κυκλοφορούν τα ακόλουθα βιβλία του Γιώργου Μανιάτη: «Ο Μίδας έχει αυτιά γαΐδάρου ή εκατέρεωθεν της ουσίας υπό Θεμίστοκλους», «Σέρντιλις», «Φάιαρ-Οπ», «Η Συν-[εν-τευξη ή για να εξηγούμεθα. Φυγάς θεόθεν και αλήτης γέγραφε», «’Εξεργα» [«Να αποσύρεσαι, αυτό είναι αγάπη», «Το μήκος κύματος», «Ρίζα οκνή, δέντρο απρόφταστο».