Σφραγιδόλιθους, περιδέραια από πολύτιμα υλικά, περίτεχνα κοσμήματα, χρυσά περίαπτα και όπλα έχουν βρεθεί στη μυκηναϊκή νεκρόπολη Τραπεζάς (7χλμ. νοτιοδυτικά του Αιγίου). Η νεκρόπολη αυτή βρίσκεται στο νοτιοδυτικό πρανές του πλατώματος και επάνω στον αρχαίο δρόμο που οδηγούσε στην ακρόπολη των ιστορικών χρόνων.

Οι τάφοι που ερευνήθηκαν στο 5ετές πρόγραμμα των ανασκαφικών ερευνών του δρος Ανδρέα Γ. Βόρδου (ΕΦΑ Αχαΐας) διατάσσονται σε τρία τουλάχιστον επίπεδα (άνδηρα) κατά μήκος της νότιας πλευράς της Τραπεζάς, σε απόσταση λίγων μέτρων ο ένας από τον άλλον, σε παράλληλη διάταξη και με προσανατολισμό βορρά-νότου. Πρόκειται για θαλαμοειδείς τάφους λαξευμένους στον μαλακό βράχο του υπεδάφους.

Πού είναι όμως ο μυκηναϊκός οικισμός αυτού νεκροταφείου;  Ο ανασκαφέας πιθανολογεί πως βρισκόταν σε ένα ύψωμα, σε απόσταση περίπου 100 μέτρων. Σήμερα, στη θέση αυτή, βρίσκεται σε εξέλιξη η έρευνα ενός μεσοελλαδικού οικισμού ο οποίος έχει αποδώσει σποραδικές μαρτυρίες μυκηναϊκής κεραμικής».

Η νεκρόπολη ιδρύθηκε στην ΥΕ IIIA 1 περίοδο και γνώρισε  έντονη χρήση κατά την πρωτοανακτορική περίοδο του μυκηναϊκού κόσμου, παράλληλα δηλαδή με την ακμή των μεγάλων κέντρων των Μυκηνών, της Τίρυνθας και της Πύλου.

Επανάχρηση των τάφων παρατηρείται και κατά τον 12ο αιώνα π.Χ., δηλαδή κατά τη μετανακτορική περίοδο (πιθανώς μετά την πρώιμη ΥΕ IIIΓ). Τότε, οι τάφοι ανοίχθηκαν εκ νέου και κατ’ επανάληψη, κάτι που δείχνει ότι τελούνταν εκεί ταφικά έθιμα και σύνθετες τελετουργικές πρακτικές ως το τέλος της Εποχής του Χαλκού και πιθανότητα ως την προχωρημένη Υπομυκηναϊκή περίοδο.

Οι θάλαμοι των τάφων κατέρρευσαν στους ιστορικούς χρόνους, μεταξύ της Γεωμετρικής και της Αρχαϊκής περιόδου, όπως φαίνεται να δηλώνουν τα αντικείμενα τα οποία βρέθηκαν στους «κρατήρες» που σχηματίστηκαν στο έδαφος λόγω της κατάρρευσης των οροφών των θαλάμων. 

Η ποιότητα των ευρημάτων της μυκηναϊκής νεκρόπολης της Τραπεζάς, αποδεικνύεται από τα πολύτιμα σύνολα αγγείων που δηλώνουν εξάρτηση από τα ανακτορικά πρότυπα αλλά και αυτόνομους δεσμούς μεταξύ ευρύτερων περιοχών, από τη δυτική Πελοπόννησο έως την Κρήτη. Τα κτερίσματα εμπλουτίζονται με πλήθος σφραγιδόλιθων και κάθε είδους χάντρες και ψήφους από ποικίλα υλικά – γυαλί, φαγεντιανή, χρυσό, κορνεόλη, ορεία κρύσταλλο – που συνθέτουν περιδέραια και περίτεχνα κοσμήματα, χρυσά περίαπτα σε σχήμα βουκράνων που παραπέμπουν στις εμπορικές σχέσεις με το ανατολικό Αιγαίο και την Κύπρο. Κάποιοι τάφοι μαρτυρούν ως επί το πλείστον την παρουσία στοιχείων ελιτισμού, καθώς το κοινωνικό κύρος τους και ο πιθανός δεσμός τους με τα ανάκτορα εκφράζονται ιδίως με τον πολύτιμο συνδυασμό όπλων και εργαλείων. 

Η μετανακτορική περίοδος κατά τον 12ο αι. π.Χ και μετά, περιλαμβάνει διάφορες φάσεις χρήσης, οι οποίες εντυπωσιάζουν κυρίως για τις τελετουργικές τους πρακτικές. Αυτές αφορούν στον τρόπο αντιμετώπισης των οστών και των καταλοίπων των προγενέστερων νεκρών, οι οποίοι εκλαμβάνονται ως ένδοξοι πρόγονοι και γίνονται αποδέκτες προσφορών. Σκοπός αυτών των τελετών είναι η δημιουργία ενός γενεαλογικού δεσμού μέσω της ενεργοποίησης της μνήμης ενός παρελθόντος που εκλαμβάνεται ως γηγενές και συστατικό στοιχείο της κοινότητας. 

Επιπλέον, τα ευρήματα από τις επιχώσεις των δρόμων των τάφων παρέχουν αποκλειστικές μαρτυρίες κοινωνικών πρακτικών που αποτελούν ένα ορόσημο στην τέλεση της κηδείας, αλλά και τελετουργιών όπως προσφορές και χοές μπροστά στις σφραγισμένες θύρες των θαλάμων κατά τις μεταθανάτιες επισκέψεις στους τάφους. Έτσι, η νεκρόπολη καθίσταται επιπλέον και χώρος μετάδοσης των παραδόσεων και της κοινωνικής μνήμης. 

Η ανασκαφή διεξάγεται υπό την διεύθυνση του  Δρος Ανδρέα Γ. Βόρδου με την συμμετοχή της  Καθηγήτριας της Αιγαιακής Αρχαιολογίας του Πανεπιστημίου Udine Elisabetta Borgna και ομάδας προπτυχιακών και μεταπτυχιακών φοιτητών των Πανεπιστημίων Udine, Τεργέστης, Βενετίας και Ελληνικών Πανεπιστημίων.