Του Βασίλη Κ. Καλαμαρά [vasillis.kalamaras@gmail.com]

Ο Ντίνος Χριστιανόπουλος δημιούργησε την περσόνα «Ντίνος Χριστιανόπουλος». Πίσω από αυτήν κρύφτηκε ή έφτιαξε έναν δεύτερο εαυτό, απελευθερώνοντας κυρίως μένος εναντίον των πάντων.

Δημοσιογραφικά ομιλώντας, σχεδόν πάντα ο δημόσιος λόγος του είχε ενδιαφέρον, γιατί ήταν πασιάρικος, έκλυε τσιτάτα, έδινε εύκολα τίτλους στους υλατζήδες. Ο θάνατός του, μέσα στις ελληνικές διακοπές μπορεί να μην αποσιωπηθεί, αλλά εκτιμώ ότι δεν θα κρατηθεί για πολύ στις προθήκες ως η Είδηση με έψιλον κεφαλαίο, αφού άλλα γεγονότα παίζουν ως πρώτη είδηση (κορονοϊός και Ρέις).

Προσωπική αίσθηση καταθέτω, γιατί φοβάμαι ότι η νεκρολογία του Ν. Χ. υπολείπεται τόσο νεκρών από την πανδημία του νέου ιού. Δεν προτίθεμαι να αναλύσω την προσωπικότητα του αποθανόντος ποιητή με όρους ατομικής και ομαδικής ψυχολογίας, γιατί θα βυθιζόμουνα στην δίνη των ερμηνειών της βιογραφίας του.

‘Ομως, θα τον αντιμετωπίσω ως ενήλικα που βρισκόταν στην πρώτη γραμμή της μάχης υπέρ της λογοτεχνίας, είτε ως δημιουργός, είτε ως εκδότης, είτε ως γκαλερίστας, είτε ως βιβιβλιογράφος. Γνώριζε γράμματα, αυτό κανείς δεν του το αμφισβητούσε. Η αντίδραση-δήλωση του ότι δεν θέλει «τα βραβεία και τα λεφτά τους», μετά την απονομή του Μεγάλου Βραβείου Λογοτεχνίας, στην οποία δεν παραβρέθηκε, έθεσε την ταφόπλακα στο ψευδώνυμο Χριστιανόπουλος (Κωνσταντίνος Δημητριάδης).

Καβαφικός και ελιοτικός στο πρώτο του βιβλίο, προέβλεψε ότι η μεταπολεμική Ελλάδα θα ήταν εύκολη για τους νεόπλουτους, τους ρουφιάνους, τους τρεχαλατζήδες των κομματικών μηχανισμών, και δυσκολότερη για τις λαϊκές γειτονιές που θ’ αργήσουν να βγουν από τον λήθαργο της αυτοεξόντωσης.

Αυτό, νωρίς το κατάλαβε και αντί να το κάνει σημαία του, -κι αν δεν σας αρέσει η φράση-, να το αλλάξουμε: κυρία θεματογραφία του. Χίλια καλά σκέφτηκε και άλλα τόσο γύρισαν σαν κακά, όχι γιατί δεν έβαζε μέσα γλώσσα, αλλά επειδή διασάλευσε το κοινό αίσθημα περί λογοτεχνίας.’Οποιο κι αν είναι αυτό, όπως κι αν έχει διαμορφωθεί. Η μικροαστική πρωτεύουσα της Αθήνας βαλλόταν από τον πρόσφυγα Χριστιανόπουλο από την Ανατολική Θράκη, με έδρα την Θεσσαλονίκη, για αυτά που δεν αναγνώρισε στους ξεριζωμένους-και συγγραφείς.

Γιατί μέχρι το τέλος της ζωής, αυτός ο πένης από επιλογή, δεν εντάχθηκε στα φιλολογικά σαλόνια του καθωπρέπει φιλολογισμού, γιαυτό δημιούργησε τις εκδόσεις, το περιοδικό και την γκαλερί με τον τίτλο «Διαγώνιος», με την καλλιτεχνική επιμέλεια του εμιγκρέ Κάρολου Τσίζεκ. Προσπάθησε να την σώσει και να σωθεί, περιφράζοντας τον δικό του χώρο εμποτισμένο με τα δικά του ιδανικά. Ναι, ο Ν.Χ. έζησε, έδρασε και έγραψε ως ιδαλγός.

Κι αυτή η περίφραξη από «τα μάτια των κακών», δεν τον προφύλαξε από την ανεστιότητά του. Οι ύστατες χειρονομίες γελοιοποίησης της ομοφυλοφιλίας του ώς τον
κλαυσίγελω, αλλά και το εθνικό του όραμα συντονισμένο με πρόσημο φανατικού, ήταν οι γκριμάτσες ενός ανήμπορου που δεν είχε που να σταθεί σ’ αυτή την γης. Κι όχι μόνο στην ελληνική.