Του Νίνου Φένεκ Μικελίδη

**** Χωρίς αγάπη

Nelyubov/Loveless. Ρωσία, 2017. Σκηνοθεσία: Αντρέι Ζβιαγκίντσεβ. Σενάριο: Όλεγκ Νέγκιν, Αντρέι Ζβιαγκίντσεβ. Ηθοποιοί: Μαριάνα Σπίβακ, Γιανίνα Χόουπ, Αλεξέι Ροζίν. 127 λεπτά.

Η αποξένωση στις σύγχρονες κοινωνίες, και ιδιαίτερα στη μετα-κομουνιστική, αφημένη σε ένα άγριο καπιταλισμό, Ρωσία, που οδηγεί στην αυτοκαταστροφή είναι το κύριο θέμα της νέας ταινίας του Αντρέι Ζβιαγκίντσεβ («Λεβιάθαν», «Έλενα»).

Πρωταγωνιστές είναι ένα αποξενωμένο μεταξύ του ζευγάρι, ο καθένας με νέο σύντροφο, που μόλις έχει πάρει διαζύγιο, και που το βασικό του πρόβλημα είναι ποιος θα αναλάβει τη φροντίδα του 12χρονου γιου τους, που κανένας τους δεν θέλει. Κάποια στιγμή το αγόρι θα εξαφανιστεί και οι γονείς θα αρχίσουν μια αγωνιώδη έρευνα για την ανακάλυψή του, βοηθούμενοι από μια ομάδα εθελοντών που αφιερώνουν το χρόνο τους στην αναζήτηση εξαφανισμένων παιδιών.

Το ζευγάρι που σκιαγραφεί ο Ζβιαγκίντσεβ είναι ένα συνηθισμένο μεσοαστικό ζευγάρι μιας σύγχρονης αστικής κοινωνίας, μιας κοινωνίας της πληροφοριακής και της υλικής ευημερίας, με κύριο στόχο το χρήμα και την προσωπική καλοπέραση. Ενας αποτυχημένος γάμος (η γυναίκα χρησιμοποίησε τον άντρα για να ξεφύγει από μια σκληρή, ψυχρή μοναχική μητέρα, ο άντρας γιατί θέλησε να κρατήσει το παιδί της νεαρής τότε έγκυου φιλενάδας) που με το διαζύγιο θα τους οδηγήσει, όπως πιστεύουν,  σε μια καλύτερη ζωή. Μια ζωή στην οποία είναι έτοιμοι να θυσιάσουν ένα αθώο παιδί.

 

Με μεθοδικότητα, με ένα απλό στιλ (που θυμίζει τις ταινίες του Μπέργκμαν), από το οποίο όμως δεν λείπει και ένας λυρισμός (ιδιαίτερα στις σκηνές που εκτυλίσσονται στη φύση, στο χιονισμένο δάσος, στο ποτάμι όπου βρίσκει στην αρχή καταφύγιο το αγόρι), ο Ζβιαγκίντσεβ αφηγείται το συναρπαστικό αυτό δράμα του. Ενα δράμα, ταυτόχρονα αλληγορία πάνω στη σύγχρονη Ρωσία, μια Ρωσία στην οποία «ο κάθε άνθρωπος νοιάζεται μόνο για τον εαυτό του», όπως ανάφερε ο ίδιος ο σκηνοθέτης, στην προβολή της στο φεστιβάλ των Κανών, όπου κέρδισε και το βραβείο της επιτροπής.

Μιας Ρωσίας που έχει χάσει τον προσανατολισμό της, έτοιμη να θυσιάσει το μέλλον της (τα παιδιά της) για να μπορεί η ίδια να περνάει καλά. Μόνη διέξοδος, η ομάδα των άγνωστων εθελοντών που ενδιαφέρονται για τους άλλους, για την κοινωνία, έτοιμοι να βοηθήσουν. Μόνος τρόπος για να αντισταθούμε σε ένα είδος αποκτήνωσης που αναπτύσσεται σε τέτοιες κοινωνίες.

**** Μητέρα!

Mother! ΗΠΑ, 2017. Σκηνοθεσία-σενάριο: Ντάρεν Αρονόφσκι. Ηθοποιοί: Τζένιφερ Λόρενς, Χαβιέ Μπαρντέμ, Εντ Χάρις, Μισέλ Φάιφερ. 121 λεπτά.

«Η ταινία μου ξεκίνησε από το ότι ζούμε σ’ αυτό τον πλανήτη και βλέπουμε τι συμβαίνει γύρω μας αλλά δεν μπορούμε να κάνουμε τίποτα», ανάφερε ο Ντάρεν Αρονόφσκι, στη συνέντευξη τύπου στο φεστιβάλ Βενετίας, όπου πρωτοείδαμε την ταινία του.

«Αυτό με γέμισε οργή και θυμό και θέλησα να το βγάλω από μέσα μου, μέσα από την ταινία… Κάτι που συμβαίνει στο Πεκίνο έχει επίδραση σε μας στη Νέα Υόρκη, στην Ιταλία, και αντί να ενδιαφερθούμε να δούμε πώς θα το αντιμετωπίσουμε, μπλέκουμε σε καβγάδες για το πού θα βάλουμε τείχη, πού θα βάλουμε τα σκουπίδια μας… Όλοι μας ενδιαφερόμαστε αν πετάξουμε το τσιγάρο στο πάτωμα ή στην αυλή του σπιτιού μας αλλά κανένας δεν ενδιαφέρεται αν κάποιος πετάξει το τσιγάρο στο δρόμο και πώς αυτό μπορεί να οδηγήσει σε καταστροφές. Ζούμε σ’ ένα υπέροχο πλανήτη αλλά δείχνουμε να μην ενδιαφερόμαστε για το μέλλον του…».

Η εξαιρετική, πρέπει να πω, αυτή ταινία του Αρονόφσκι («Μαύρος κύκνος», «Η πηγή της ζωής», «Ρέκβιεμ για ένα όνειρο», «Pi») εκτυλίσσεται σ’ ένα τεράστιο, απομονωμένο κάπου στην εξοχή, σε κάποιο απροσδιόριστο μέρος, όπου καταφεύγει το ζευγάρι της ταινίας, ο κάπως μεσήλικας συγγραφέας άντρας (Χαβιέ Μπαρντέμ) και η νεότερή του σε ηλικία γυναίκα του (Τζένιφερ Λόρενς).

Πρόκειται για το πατρικό σπίτι του άντρα, που κάποτε είχε καεί από πυρκαγιά κι από το οποίο αυτό κατάφερε να σώσει μόνο ένα παράξενο, ακριβό κόσμημα (τον βλέπουμε, στην πρώτη κιόλας σκηνή, μαυρισμένο από τη φωτιά, να το κρατάει και να το καθαρίζει). Το ζευγάρι έχει απομονωθεί στο σπίτι, για να μπορέσει ο άντρας να αφοσιωθεί στο νέο του μυθιστόρημα, που ακόμη δεν έχει αρχίσει να γράφει, ενώ η γυναίκα ακόμη δεν έχει τελειώσει το βάψιμο και την υπόλοιπη αναπαλαίωση του σπιτιού.

Ξαφνικά στο σπίτι αρχίζουν να εισβάλλουν διάφορα άτομα: στην αρχή ένας παράξενος άντρας που δηλώνει γιατρός (Εντ Χάρις), στη συνέχεια η γυναίκα του (Μισέλ Φάιφερ), αργότερα τα μεγάλα παιδιά τους και στη συνέχεια δεκάδες άλλοι, φίλοι, συγγενείς καθώς και άγνωστοι, φαν του συγγραφέα που στο μεταξύ γράφει και δημοσιεύει με επιτυχία το νέο του βιβλίο.

Η εισβολή αυτή των ανθρώπων σ’ ένα σπίτι (όπου εκτυλίσσεται η ιστορία) φέρνει αναπόφευκτα στο νου την ταινία «Ο εξολοθρευτής άγγελος» του Μπουνιουέλ, όπως παραδέχτηκε και ο ίδιος ο σκηνοθέτης. Ο Αρονόφσκι έφτιαξε στην πραγματικότητα μιαν αλληγορία για την κατάσταση του πλανήτη μας σε μια εποχή που οι άνθρωποι, αντί να αναγνωρίσουν τις ομοιότητές τους και την ανάγκη αλληλεγγύης σε μια δύσκολη για όλη την ανθρωπότητα εποχή, συνεχίζουν τους εξοντωτικούς πολέμους, χτίζοντας ταυτόχρονα διαχωριστικά τείχη.

Με ένα στιλ που θυμίζει τις πρώτες του ταινίες (ιδιαίτερα το «Pi» αλλά και το «Ρέκβιεμ για ένα όνειρο»), ο Αρονόφσκι συνδυάζει το φανταστικό (η σχέση της γυναίκας με τους τοίχους του σπιτιού, το αίμα που μοιάζει να ζωντανεύει, φέρνοντας στο νου, ιδιαίτερα στο πρώτο μέρος, τις ταινίες του Πολάνσκι, όπως η «Αποστροφή») με το ρεαλιστικό (στις σκηνές της «εισβολής» των ξένων στον «Παράδεισό» τους, όπως τον αποκαλεί η γυναίκα, στις σκηνές της αρχής με τον Χάρις και τη Φάιφερ (αναφορά στο Σατανά και το φίδι;) και στη συνέχεια με τα υπόλοιπα πρόσωπα, για να μας οδηγήσει σε φόνο, πλιάτσικο και άγριες συγκρούσεις με την αστυνομία, σε εικαστικά συναρπαστικές σκηνές που θυμίζουν έντονα εικόνες Αποκάλυψης.

*** Η τελευταία πινελιά

Final Portrait. ΗΠΑ, 2017. Σκηνοθεσία-σενάριο: Στάνλεϊ Τούτσι. Ηθοποιοί: Τζέφρι Ρας, Άρμι Χάμερ, Τόνι Σαλούμπ, Κλεμάνς Ποεζί. 90 λεπτά.

Η αγωνία, οι απογοητεύσεις, η επιμονή αλλά και το χάος της διαδικασίας της καλλιτεχνικής δημιουργίας είναι το θέμα της πολύ καλής ταινίας «Το τελευταίο πορτρέτο», γύρω από ένα από τα τελευταία πορτρέτα που ζωγράφισε ο διάσημος Ελβετός ζωγράφος και γλύπτης Αλμπέρτο Τζιακομέτι, πέμπτη σκηνοθεσία του γνωστού Αμερικανού ηθοποιού Στάνλεϊ Τούτσι, που πρωτοείδαμε στο διαγωνιστικό τμήμα του 67ου φεστιβάλ κινηματογράφου του Βερολίνου.

«Είχα διαβάσει το βιβλίο του Τζον Λορντ για τη φιλία και την όλη σχέση του με τον Αλμπέρτο Τζιακομέτι», ανάφερε ο Τούτσι στη συνέντευξη τύπου που ακολούθησε την προβολή της ταινίας του. «Ηταν κάτι που ήθελα να γυρίσω εδώ και χρόνια. Δεν με ενδιαφέρουν οι βιογραφικές ταινίες. Αυτό που με τράβηξε ήταν αυτή η σχέση του ζωγράφου με τον Λορντ και όλη η διαδικασία της δημιουργίας που αποκαλύπτει και το χαρακτήρα του ζωγράφου.»

Με την κάμερα στο χέρι, με τη χρήση χρωμάτων που μοιάζουν περισσότερο με το μαυρόασπρο φιλμ και με μια εξαιρετική ερμηνεία από τον Τζέφρι Ρας, ο Τούτσι καταφέρνει να μας γνωρίσει από κοντά και σε βάθος τον αντικομφορμιστή αυτό ζωγράφο, πότη και εθισμένο στο τσιγάρο, με τις μανίες του για τις πόρνες και την αδιαφορία του για το χρήμα, αλλά και με την πάλη του με τους δαίμονες της δημιουργίας, με τις αμφιβολίες, τις οπισθοδρομίες, τις απογοητεύσεις, το χάος μαζί και τις ομορφιές του τελικού αποτελέσματος.

Ενα πορτρέτο που για να ολοκληρωθεί χρειάστηκαν 18 μέρες, με τον Τούτσι να καταγράφει καθημερινά την πορεία των δυο αντρών, και τη σχέση του Τζιακομέτι με το υπό εκτέλεση έργο του αλλά και τους ανθρώπους γύρω του: τον φίλο του, συγγραφέα και κριτικό Λορντ, τη γυναίκα του και την πόρνη που στάθηκε η βασική του μούσα. Ενα συναρπαστικό ταξίδι στον εσωτερικό κόσμο του δημιουργού/καλλιτέχνη, παρέα με ένα μεγάλο ηθοποιό που μας δίνει μιαν ακόμη εξαιρετική ερμηνεία.

** 1/2 – Μνήμες

Με την ιστορική μνήμη και τον κίνδυνο απώλειάς της καταπιάνεται στο ειδικό του ντοκιμαντέρ «Μνήμες» ο Νίκος Καβουκίδης («Μαρτυρίες», «Η στάχτη που μένει»).

Με επίκαιρα και σπάνιο υλικό γυρισμένο από πρωτοπόρους οπερατέρ (Πρόδρομο Μεραβίδη, Γιώργο Καβουκίδη, κ.ά.), υλικό που βλέπουμε για πρώτη φορά (γυρισμένο σε εύφλεκτο υλικό των 35 mm), που καλύπτει την περίοδο 1936-52: δικτατορίας του Μεταξά, Αλβανικό έπος, κατοχή, Αντίσταση, Δεκεμβριανά, εμφύλιος, εξορίες, παρακράτος, με ενδιάμεσα αποσπάσματα από παλιές ελληνικές ταινίες αλλά και κείμενα Ελλήνων λογοτεχνών (Βρεττάκου, Ελύτη, Ρίτσου, Τερζάκη, κ.ά.).

Ενα συνολικά σπάνιο ντοκουμέντο, ευπρόσδεκτο συμπλήρωμα στην οπτικοακουστική καταγραφή της πρόσφατης ιστορίας μας, στην οποία τόσο ο Καβουκίδης, όσο και άλλοι νεότεροι δημιουργοί, έχουν συμβάλει σημαντικά.

** 1/2 – Όντως φιλιούνται;

Ελλάδα, 2016. Σκηνοθεσία: Γιάννης Κορρές.

Ιδιαίτερα ταλαντούχος, αν και κάπως σκόρπιος, αποδείχνεται ο Γιάννης Κορρές με την ταινία του, «Όντως φιλιούνται;», πρώτη μεγάλου μήκους ταινία του, που πρωτοείδαμε στο περσινό φεστιβάλ Θεσσαλονίκης. Τα πρόσωπα της ταινίας του είναι μια ομάδα τριαντάρηδων που μαζεύονται στο σπίτι του ενός, πίνουν και καπνίζουν χόρτο και συζητούν για φιλοσοφία, για το νόημα της ζωής αλλά και για τα τσιγάρα, τις μπύρες, για να αποφανθούν πως τίποτα δεν τους ενδιαφέρει και πως προτιμούν να μην κάνουν τίποτα.

Όλα αυτά άλλοτε με σοβαρότητα και άλλοτε με χιούμορ και με κινηματογραφικές αναφορές (με ενδιάμεσους τίτλους, ενώ ορισμένες σκηνές είναι γυρισμένες στο στιλ της κλασικής βουβής κωμωδίας) και επιδράσεις (με αφίσες Χίτσκοκ, κλπ.).

Το θέμα της ανίας, των ανασφαλειών, των αδιεξόδων (σε μια εποχή οικονομικής αλλά και κοινωνικοπολιτικής κρίσης) είναι σίγουρα ενδιαφέρον και επίκαιρο, μόνο που χρειάζεται μια πιο στιβαρή και σε βάθος αντιμετώπιση (χωρίς αυτό να σημαίνει πως δεν πρέπει να έχει και χιούμορ) και, δυστυχώς, ο Κορρές, εκτός από τα ωραία στημένα πλάνα και την καλή μουσική υπόκρουση, περιορίζεται στις επιδράσεις από Γκοντάρ και πιθανόν Ζαν-Μαρί Στράουμπ (που παραμένουν απλές επιδράσεις χωρίς να αφομοιώνονται) και τις σινεφιλικές αναφορές, χωρίς όμως χαρακτήρες αναγνωρίσιμους που να σου κρατάνε το ενδιαφέρον, με αποτέλεσμα να μην καταφέρνει να συγκινήσει ή έστω να κάνει το θεατή να ενδιαφερθεί για τα πρόσωπά του.

Μικρή εξαίρεση, που δείχνει και ποιο δρόμο χρειάζεται να ακολουθήσει, είναι η σκηνή με το επιτραπέζιο παιχνίδι, όπου ο ήρωας, που τον έχει κερδίσει η ηρωίδα, αρχίζει να κλαίει, και που για πρώτη φορά στην ταινία, γίνεται αληθινά ανθρώπινος. Μια καλή, πάντως, αρχή, με πολλές φιλοδοξίες, με τις γνωστές αδυναμίες των πρωτοεμφανιζόμενων (που θέλουν συνήθως να τα πούνε όλα με την πρώτη) αλλά και με μια φρεσκάδα κι έναν ενθουσιασμό, που, με τον κατάλληλο έλεγχο στα εκφραστικά μέσα και τον όλο ρυθμό, μπορεί, όπως δείχνει, να προσφέρει πολλά στον κινηματογράφο μας