ΝΕΕΣ ΤΑΙΝΙΕΣ

Συγκινητικό ρόουντ-μούβι με εξαίρετες ερμηνείες από Κόλιν Φερθ και Στάνλεϊ Τούτσι

Του Νίνου Φένεκ Μικελίδη

*** Σουπερνόβα

Supernova. Ηνωμένο Βασίλειο, 2020. Σκηνοθεσία-σενάριο: Χάρι ΜακΚουίν. Ηθοποιοί: Κόλιν Φερθ, Στάνλεϊ Τούτσι, Πίπα Χέιγουντ, Πίτερ ΜακΚουίν, Νίνα Μάρλιν. 95´

Συγκινητικό ρόουντ-μολύβι, γύρω από ένα ζευγάρι, τον Βρετανό πιανίστα Σαμ (Κόλιν Φερθ) και τον Αμερικανό συγγραφέα Τάσκερ (Στάνλεϊ Τούτσι), με τον τελευταίο στα όρια της άνοιας, που ξεκινούν για ένα ταξίδι στη Βόρεια Αγγλία, είδος επισφράγισης αλλά και τελευταίου αποχαιρετισμού ενός δυνατού, μακρόχρονου έρωτα.

Ταξίδι με τις μικρές γκρίνιες που συναντάμε ακόμη και στα ερωτευμένα με πάθος ζευγάρια (γκρίνιες για το χάρτη και το GPS, και άλλες μικροδιαφορές στις καθημερινές αποφάσεις τους), γκρίνιες που πίσω τους κρύβονται o πόνος και τα καταπιεσμένα αισθήματα για την τραγική κατάληξη που τους επιφυλάσσει η αρρώστια του Τάκερ.

Ταξίδι μέσα από όμορφα, μαζί και μελαγχολικά, τοπία της αγγλικής υπαίθρου, φωτογραφημένα με ζεστασιά και έμπνευση από τον μεγάλο διευθυντή φωτογραφίας Ντικ Πόουπ (τακτικό συνεργάτη στις ταινίες του Μάικ Λι), με στάσεις σε διάφορους σταθμούς και συναντήσεις με διάφορα πρόσωπα, φίλους και συγγενείς (όπως η τελευταία τους συνάντηση με την αδερφή του Σαμ και την οικογένεια της), που δίνει την ευκαιρία για την ανάπτυξη μερικών ακόμη χαρακτήρων.

Η άφιξη σε μια λίμνη (από τις πιο όμορφες και λυρικές σκηνές, που ο Πόουπ συνθέτει με ξεχωριστή έμπνευση), δίνει την ευκαιρία στους δυο ερωτευμένους να μιλήσουν για τη ζωή και το θάνατο αν και, πρέπει να πω, αρκετές από τις συζητήσεις τους, και όχι μόνο σ’ αυτές τις σκηνές, θα μπορούσαν να είναι πιο απλές και να είχαν μεγαλύτερη αμεσότητα), αλλά και να κοιτάξουν τ’ αστέρια μέσα από το τηλεσκόπιο του Τάσκερ, ιδιαίτερα τους υπερκαινοφανείς αστέρες, γνωστούς ως σουπερνόβα, με τις διάφορες εκρήξεις που συμβαίνουν στο τέλος της ζωής τους και τα διάφορα φωτεινά αντικείμενα που παράγουν, όπως αργότερα θα εξηγήσει ο Τάσκερ, σε ένα από τα παιδιά της αδερφής του Σαμ – μια όμορφη μεταφορά για τον επερχόμενο θάνατό του.

«Θέλω να με θυμούνται για αυτό που ήμουν και όχι για αυτό που θα γίνω», θα πει σε κάποια στιγμή στον Σαμ, ένας σίγουρα τρομοκρατημένος από την άνοια που έχει αρχίσει να τον καταβάλλει, Τάκερ. Τρομοκρατημένος όμως που ξέρει να συγκρατεί τα αισθήματα του, με το βλέμμα και τις λεπτές εκφράσεις του προσώπου, που πετυχαίνει, με τρόπο εξαίρετο, ο Στάνλεϊ Τούτσι.

Όπως, με την ίδια δύναμη και ένταση πετυχαίνει να δώσει τον πόνο και τη θλίψη, με τη δίκη του, το ίδιο εξαίρετη, ερμηνεία ο Κόλιν Φερθ. Ερμηνείες όχι απλά εξοχές αλλά και που πετυχαίνουν τη χημεία εκείνη που απαιτούν οι ρόλοι τους. Φτάνει να θυμηθούμε τη σκηνή με τους φίλους και τους συγγενείς στο οικογενειακό σπίτι, όταν ο Τάκερ δεν καταφέρνει να διαβάσει το σύντομο λόγο για την ανία του που είχε ετοιμάσει, και που αναθέτει τελικά στον Σαμ να τον διαβάσει. Λόγο που σχολιάζουν με τέλειο τρόπο οι εκφράσεις και το όλο συναισθηματικό φορτίο που ξεχειλίζει μέσα και από τους δυο, με τον Φερθ και τον Τούτσι να δίνουν τον καλύτερο εαυτό τους!

** ½ Ένας χρόνος στη Νέα Υόρκη

My Salinger Year. ΗΠΑ, 2020. Σκηνοθεσία: Φιλίπ Φαλαρντό. Σενάριο: Φιλίπ Φαλαρντό, Τζοάνα Σμιθ Ράκοφ (βασ. στο μυθιστόρημά της). Ηθοποιοί: Μάργκαρετ Κουόλι, Σιγκούρνι Γουίβερ, Ντάγκλας Μπουθ, Τιμ Ποστ. 101΄

Η ταινία του Φιλίπ Φαλαρντό, βασισμένη στα απομνημονεύματα της Τζοάνα Σμιθ Ράκοφ (1914), καταπιάνεται με την ενηλικίωση της Τζοάνα, ενός νεαρού, με συγγραφικές φιλοδοξίες, κοριτσιού (με την Μάργκαρετ Κουόλι, να προσπαθεί, όχι πάντα με επιτυχία, να ζωντανέψει τη νεαρή, αφελή «χωριατοπούλα»), που καταφθάνει στη Νέα Υόρκη στη δεκαετία του ’90 και βρίσκει δουλειά σ’ ένα γραφείο πρακτόρων για τον απομονωμένο στον εαυτό του συγγραφέα Τζέι Ντι Σάλιντζερ, διάσημο για το κλασικό βιβλίο του «Ο φύλακας στη σίκαλη».

Η Τζοάνα, κορίτσι που ήθελε, όπως μας λέει μιλώντας κατευθείαν στην κάμερα (όπως μιλούν και άλλα πρόσωπα), να γίνει εκπληκτικό πρόσωπο (extraordinary, όπως μας λέει) και «ένας απ’ αυτούς» (δηλαδή τους διάσημους συγγραφείς), αναλαμβάνει βοηθός της Μάργκαρετ (μια πάρα πολύ καλή Σιγκούρνι Γουίβερ), με κύριο μέλημά της να απαντάει στις πάμπολλες επιστολές που (στη συνέχεια πρέπει να καταστρέφει), που στέλνουν οι φαν στον Τζ(ερόμ) Ντ(έιβιντ) Σάλιντζερ, ο οποίος τις τελευταίες δεκαετίες, δεν έχει γράψει άλλο μυθιστόρημα, αλλά και να μιλάει, κάθε τόσο στο τηλέφωνο, η ίδια, η οποία, όπως μαθαίνουμε δεν έχει καν διαβάσει κανένα βιβλίο του, με τον «Τζέρι» κάπου-κάπου να της δίνει και συμβουλές για το πώς πρέπει να ασχοληθεί αυτή με το γράψιμο.

Εκτός από την πορεία της Τζοάνα προς την ωρίμανση, η ταινία βάζει και το θέμα της τέχνης σε σχέση με την εμπορικότητα, στοιχείο που αντιμετωπίζει στην καθημερινή εργασία της η Τζοάνα και στις συγκρούσεις της με την Μάργκαρετ. Ο Φαλαρντό προσπαθεί να καλύψει διάφορα επεισόδια (με καλύτερα εκείνα όπου ζωντανεύει τα πρόσωπα που θαυμάζουν τον Σάλιντζερ) καθώς και ιστορίες, που όμως χωλαίνουν τον ρυθμό (ιδιαίτερα σ’ εκείνες που αφορούν τη ρομαντική σχέση της Τζοάνα), χωρίς όμως να εμβαθύνει σ’ αυτές (θα περιμέναμε σε μια σε μεγαλύτερο βάθος παρουσίαση του χαρακτήρα της Τζοάνα, που παραμένει, δυστυχώς, ανώριμη). Με αποτέλεσμα, το ενδιαφέρον να στρέφεται περισσότερο προς την Μάργκαρετ, που η Σιγκούρνι Γουίβερ δίνει με τρόπο εξαιρετικό, τονίζοντας την πολυπλοκότητά της.

** ½ Μάρτιν Ίντεν

Martin Eden. Ιταλία/Γαλλία/Γερμανία, 2019. Σκηνοθεσία: Πιέτρο Μαρτσέλο. Σενάριο: Μαουρίτζιο Μπράουτσι, Πιέτρο Μαρτσέλο, από μυθ. Τζακ Λόντον. Ηθοποιοί: Λούκα Μαρινέλι, Τζέσικα Κρέσι, Βιντσένζο Νεμολάτο, Ντενίζ Σαρντίσκο. 129΄

Δεν είναι η πρώτη φορά που το κλασικό βιβλίο «Μάρτιν Ίντεν» του Τζακ Λόντον μεταφέρεται στον κινηματογράφο, από την εποχή του βωβού ως τις μέρες μας. Ημι-αυτοβιογραφικό στην πραγματικότητα έργο, ο «Μαρτιν Ίντεν» καταγράφει την πορεία ενός αγράμματου ναύτη, στην Αμερική του περασμένου αιώνα, που γκρεμίζει τα διάφορα κοινωνικά εμπόδια που βρίσκει μπροστά του, για να μπορέσει να φτάσει στο στόχο του: να οδηγηθεί δηλαδή στη συγγραφική καριέρα.

Στη δική του ταινία, ο Ιταλός σκηνοθέτης Πιέτρο Μαρτσέλο μεταφέρει τον Μάρτιν στη Ιταλία, και συγκεκριμένα τη Νάπολη, σε μια σύγχρονη αν και κάπως ασαφή περίοδο, με τον ναυτικό ήρωά του να αναζητά μια καλύτερη ζωή από αυτή του απλού προλετάριου. Εμπνευσμένος από το έργο του Γάλλου ποιητή Σαρλ Μποντλέρ και τον έρωτά του για την κόρη μιας αριστοκρατικής οικογένειας, ο Μάρτιν αποφασίζει να αναζητήσει την κατάλληλη μόρφωση, που σταδιακά θα τον οδηγήσει στην ποίηση και τη συγγραφή διηγημάτων.

Τα χτυπήματα της γραφομηχανής, από τον Μάρτιν που γράφει την ιστορία του, τα φιλμάκια που παραπέμπουν στα επίκαιρα, και με τις σκηνές της ταινίας γυρισμένες με κάμερα των 16mm (σε σκηνές που θυμίζουν το ιταλικό σινεμά της δεκαετίας του ΄60), δημιουργούν την καλύτερη εντύπωση σε μια ταινία που παρατραβάει κάπως σε διάρκεια χωρίς να προσφέρει αρκετά στην πορεία της κοινωνικής εξέλιξης του ήρωα. Ανάμεσα σ’ αυτά που ξεχωρίζουν και η πολύ καλή ερμηνεία του Λούκα Μαρινέλι στο ρόλο του Μάρτιν Ίντεν, ρόλο που του χάρισε το βραβείο ερμηνείας στο φεστιβάλ Βενετίας 2019.

*Έντιμος κλέφτης

Honest Thief. ΗΠΑ, 2020. Σκηνοθεσία: Μαρκ Γουίλιαμς. Σενάριο: Στιβ Ολριτς, Μαρκ Γουίλιαμς. Ηθοποιοί: Λίαμ Νίσον, Κέιτ Γουόλς, Τζέι Κόρτνεϊ, Τζέφρεϊ Ντόνοβαν. 99΄

Όταν ένας ληστής τραπεζών, χάρη στο μεγάλο του έρωτα για μια ξεχωριστή γυναίκα, αποφασίζει να παραδοθεί και να επιστρέψει τα εννιάμισι εκατομμύρια δολάρια που είχε καταφέρει να κλέψει μέσα σ’ ένα διάστημα οκτώ χρόνων από διάφορες τράπεζες, οι δυο πράκτορες του Έφ Μι Άϊ, που τον συναντούν, για να κάνουν μαζί του τη συμφωνία που τους προτείνει, αποφασίζουν, όπως το περιμένεις σε μια αστυνομική περιπέτεια, να κρατήσουν τα λεφτά για τον εαυτό τους.

Έτσι αρχίζει η νέα αυτή περιπέτεια του τηλεοπτικού βασικά σκηνοθέτη Μαρκ Γουίλιαμς (γύρισε για τη Netflix την πολύ ενδιαφέρουσα σειρά Ozark), με τον ηθοποιό Λίαμ Νίσον, γνωστό από παρόμοιες περιπέτειες («Η αρπαγή», «Νυχτερινή καταδίωξη»), στο ρόλο του ερωτευμένου ληστή, άδικα κυνηγημένου για τις δολοφονίες που στο μεταξύ διαπράττουν οι δυο διεφθαρμένοι πράκτορες του Έφ Μπι Άϊ, να αγωνίζεται να βρει τρόπους να τους ξεσκεπάσει.

Ο Γουίλιαμς χρησιμοποιεί όλα τα στοιχεία παρόμοιων ταινιών, με το σασπένς και έναν αρκετά ικανοποιητικό ρυθμό, χωρίς όμως ιδιαίτερη φαντασία η εκπλήξεις ή την οποιαδήποτε προσπάθεια για δημιουργία χαρακτήρων (το μόνο που μαθαίνουμε για τον Νίσον είναι πως υπηρέτησε στο ναυτικό), με τον Νίσον να επαναλαμβάνει τους ρόλους ηρώων σε παρόμοιες περιπέτειές του (από την «Αρπαγή» μέχρι τη «Ψυχρή καταδίωξη»).

ΕΠΑΝΕΚΔΟΣΕΙΣ

**** Οι Βιτελόνι

I vitelloni. Ιταλία, 1953. Σκηνοθεσία: Φεντερίκο Φελίνι. Σενάριο: Φεντερίκο Φελίνι, Ένιο Φλαϊάνο, Τούλιο Πινέλι. Ηθοποιοί: Αλμπέρτο Σόρντι, Φράνκο Φαμπρίζι, Φράνκο Ιντερλένγκι, Λεοπόλντο Τριέστε, Ρικάρντο Φελίνι. 109΄

Τα μαύρη κωμωδία με το μελόδραμα συνδυάζει με τρόπο έξοχο ο Φελίνι για να αφηγηθεί την, εμπνευσμένη από τα νεανικά του χρόνια ιστορία, μιας πενταμελούς ομάδας «βιτελόνι» («παχιά μοσχάρια»), κακομαθημένων, αργόσχολων νεαρών σε μια παραλιακή πόλη της ιταλικής επαρχίας.

Στην τρίτη του αυτή ταινία (μετά «Τα φώτα του βαριετέ» και το «Λευκό Σεϊχη») και ένα χρόνο πριν γυρίσει την κλασική La Strada, και με τα σημάδια του νεορεαλισμού ακόμη ξεκάθαρα, ο Φελίνι διαγράφει, με διαύγεια, χιούμορ και κριτική ματιά, τις άσκοπες περιπλανήσεις των νεαρών βιτελόνοι που προσπαθούν, χωρίς όμως κανένα συγκεκριμένο σκοπό ή αξία, να ξεφύγουν από ένα ανιαρό, χωρίς μέλλον περιβάλλον.

Ιστορία που ο Φελίνι αφηγείται χωρίς συναισθηματισμούς, με ωραία, φτιαγμένα με αίσθηση της πρώτης μεταπολεμικής εποχής επεισόδια, με τους βαριεστημένους, νεαρούς του ήρωες να περιφέρονται άσκοπα σε μπαρ, αίθουσες μπιλιάρδου ή τα τοπικά σινεμά, χωρίς όμως να βρίσκουν το απαραίτητο θάρρος για την αλλαγή που αναζητούν. Ταινία όμως από την οποία δεν λείπουν η ζεστασιά και το αληθινό συναίσθημα, που θα αναπτύξει ακόμη περισσότερο και με πιο ώριμη ματιά, στις επόμενες ταινίες του.