ΝΕΕΣ ΤΑΙΝΙΕΣ

Ο απολαυστικός Φράνκενσταϊν του Μελ Μπρουκς και το κύκνειο άσμα του Κισλόφσκι

Του Νίνου Φένεκ Μικελίδη

**** Φράνκενσταϊν Τζούνιορ

Young Frankenstein. ΗΠΑ, 1974. Σκηνοθεσία: Μελ Μπρουκς. Σενάριο: Τζιν Γουάιλντερ, Μελ Μπρουκς. Ηθοποιοί: Τζιν Γουάιλντερ, Πίτερ Μπόιλ, Μάρτι Φέλντμαν, Μάντλιν Καν, Κλόρις Λίτσμαν, Τέρι Γκαρ, Τζιν Χάκμαν. 106΄

Σκηνοθέτης με αρκετά πρωτότυπο ταλέντο, ιδιαίτερα στο να παρωδεί διάφορα κινηματογραφικά είδη, όπως το μιούζικαλ («Αυτοί οι τρελοί παραγωγοί») και το γουέστερν («Μπότες, σπιρούνια και καυτές σέλες»), με την ταινία του «Φράνκενσταϊν Τζουνιορ», που προβάλλεται σε επανέκδοση, ο Μελ Μπρουκς στρέφεται στην ταινία τρόμου, για να μας προσφέρει μια απολαυστική, με σπαρταριστά επεισόδια, κωμωδία, επιλέγοντας για στόχο του, ένα από τα ιερά τέρατα του είδους, το Τέρας του Φράνκενσταϊν.

Πρωταγωνιστής τη φορά αυτή είναι ο εγγονός του Βαρώνου Φράνκενσταϊν (ήρωα του βιβλίου της Μαίρης Σέλεϊ καθώς και των κλασικών ταινιών του Τζέιμς Χουέιλ, 1931, και του Τέρενς Φίσερ, 1957, και αμέτρητων ριμέικ που ακολούθησαν), που τον συναντάμε στην αρχή, διάσημο χειρουργό να διδάσκει σε αμερικανικό κολέγιο.

Η διαθήκη του Βαρώνου, που ανοίγεται 17 χρόνια μετά το θάνατό του, αφήνει ως μόνο κληρονόμο τον νεαρό χειρουργό, που αναγκάζεται έτσι να επιστρέψει στην Τρανσυλβανία, εγκαταλείποντας στην Αμερική την αρραβωνιαστικιά του. Παρόλο που ο νεαρός Φράνκενσταϊν δεν πιστεύει στα πειράματα του παππού του, το περιβάλλον και τα πρόσωπα του πύργου (ο καμπούρης υπηρέτης Ιγκόρ, η όμορφη βοηθός του Ίνγκα, η οικονόμος του σπιτιού, Φράου Μπλούχερ) κι η «σατανική» παρουσία του παππού του, τον πείθουν τελικά να συνεχίσει τα επικίνδυνα πειράματα του προγόνου του και να φτιάξει με τη σειρά του ένα άλλο Τέρας που, όπως και ο πρόγονός του, αρχίζει να τρομοκρατεί τους χωρικούς της περιοχής.

Η ιστορία θα μπορούσε ν’ αποτελέσει τη βάση μιας ακόμη ταινίας τρόμου, η αντιμετώπισή της όμως από τον Μελ Μπρουκς και τον συν-σεναριογράφο του, Τζιν Γουάιλντερ (που ερμηνεύει και το ρόλο του νεαρού Φράνκενσταϊν, ανατρέπουν την παράδοση και τα κλισέ για να μας δώσουν μια διασκεδαστική, με έξυπνα ευρήματα, παρωδία. Από την αρχή ο Φράνκενσταϊν μας παρουσιάζεται σαν άγαρμπος και κάπως απλοϊκός, έτσι, στη σκηνή, όπου με τους σπουδαστές του, καρφώνει άθελά του το πόδι του με τον χαρτοκόπτη, ή, αργότερα, στον πύργο, πετάει τα «βέλη» στον τοίχο και τους τροχούς του αυτοκινήτου του αστυνομικού Επιθεωρητή. Τα γκαγκ πολλαπλασιάζονται και γίνονται, ακόμη πιο απολαυστικά, με την άφιξη του Φρανκενσταϊν στην Τρανσυλβανία.

Ο σταθμός με την ομίχλη και τα βήματα του καμπούρη Ιγκόρ που ακούγονται να πλησιάζουν, η άφιξη στον πύργο και η εμφάνιση της Φράου Μπλούχερ (κάθε φορά που κάποιος αναφέρει το όνομά της τα άλογα χλιμιντρίζουν όπου κι αν αυτά βρίσκονται), η όλη παρουσία του αστυνομικού Επιθεωρητή με το ψεύτικο χέρι (αναφορά στον Λάιονελ Άτγουιλ που υποδυόταν ένα παρόμοιο Επιθεωρητή στο «Γιο του Φράνκενσταϊν» του Ρόουλαντ Λι), με τους παράξενους ήχους που αυτό κάνει κάθε φορά που το χρησιμοποιεί, αυτές και διάφορες άλλες καταστάσεις, δίνουν στον Μελ Μπρουκς την ευκαιρία να δημιουργήσει πολλά κωμικά, συχνά σπαρταριστά, επεισόδια.

Μερικές από τις κλασικές πια σκηνές σε ταινίες του Φράνκενσταϊν χρησιμοποιούνται εδώ για να ανατρέψουν και να παρωδήσουν τα γεγονότα. Μόλις ελευθερώνεται, το Τέρας επιτίθεται εναντίον του δημιουργού του και των βοηθών του για να ηρεμήσει αμέσως μετά μόλις η Φράου Μπλούμερ αρχίζει να του παίζει μουσική στο βιολί της, ενώ η κλασική σκηνή στην πρωτότυπη ταινία όπου ο Φράνκενσταϊν σκότωνε κατά λάθος ένα μικρό κοριτσάκι, παρουσιάζεται εδώ με πολύ χιουμοριστικό, και χωρίς τραγικά αποτελέσματα, τρόπο.

Το ίδιο και η σκηνή με τον τυφλό (παρμένη από την «Αρραβωνιαστικιά του Φράνκενσταϊν» του Γουέιλ, μας παρουσιάζει τα ρεαλιστικά και πάντα κωμικά εμπόδια που καταστρέφουν τις σχέσεις ανάμεσα στο Τέρας και τον τυφλό «φίλο» του (σύντομο αλλά θαυμάσιο πορτρέτο από τον Τζιν Χάκμαν). Ο Μπρουκς καταφεύγει ακόμη και στους Μαρξ Μπράδερς για να μας παρουσιάσει ένα από τα επεισόδιά του: όταν το Τέρας έχει αρπάξει το δημιουργό του από το λαιμό και ετοιμάζεται να τον πνίξει, ο τελευταίος προσπαθεί με νοήματα και παράξενες αρθρώσεις (στο στιλ του Χάρπο Μαρξ όταν αυτός ήθελε να εξηγήσει κάτι στον Τσίκο), να ζητήσει από τους βοηθούς του να βάλουν ένα καταπραϋντικό ορρό στο Τέρας για να το ηρεμήσουν.

Ο Τζιν Γουάιλντερ είναι πραγματικά εξαιρετικός στο ρόλο του Δρα Φράνκενσταϊν, ενώ ο Πίτερ Μπόλι, στο ρόλο του Τέρατος και ο Μάρτι Φέλντμαν, στο ρόλο του Ιγκόρ (που η καμπούρα του αλλάζει κάθε τόσο και θέση), φτιάχνουν αλησμόνητες ερμηνείες. Στους γυναικείους ρόλους ξεχωρίζουν η Τέρι Γκαρ, η ελκυστική βοηθός του Φράνκενσταϊν, και η θαυμάσια Μαντλέν Καρ (γνωστή μας και από τις «…Καυτές σέλες» στο ρόλο της αρραβωνιαστικιάς του. Σημαντικό στοιχείο στην επιτυχία της ταινίας είναι και η μαυρόασπρη φωτογραφία του Τζέρλαντ Χέρσφελντ που συλλαμβάνει την ατμόσφαιρα των κλασικών προπολεμικών ταινιών τρόμου.

**** Τρία χρώματα: η κόκκινη ταινία

Trois couleurs: Rouge. Ελβετία/Γαλλία/Πολωνία, 1994. Σκηνοθεσία: Κριστόφ Κισλόφσκι. Σενάριο: Κριστόφ Κισλόφσκι, Πιεσίεβιτς, Ανιέσκα Χόλαντ. Ηθοποιοί: Ιρέν Ζακόμπ, Ζαν-Λουί Τρεντινιάν, Φρεντερίκ Φεντέρ, Ζαν-Πιερ Λορίτ. 99΄

Μπορεί η κάθε μια από τις τρεις ταινίες της θαυμάσιας τριλογίας του Κισλόφσκι να εκπροσωπεί ένα χρώμα, και μέσα από αυτά μια συγκεκριμένη ιδέα – ελευθερία για τη «Μπλε ταινία», ισότητα για τη «Λευκή ταινία» και αδελφότητα για την «Κόκκινη ταινία» – σύμφωνα με τα τρία χρώματα της γαλλικής σημαίας, η τρίτη όμως αυτή ταινία του περιλαμβάνει, θα έλεγα και τις τρεις ιδέες. Τρεις ιδέες που μας καθορίζουν και που ταυτόχρονα, σύμφωνα με τον Κισλόφσκι, παίζουν ένα παιχνίδι με τη ζωή μας. «Παιχνίδι» μια και όλα μπορούν να συμβούν και όλα μπορούν να καθορίσουν τη ζωή μας. Γιατί πίσω τους κρύβονται η τύχη και οι συμπτώσεις, στοιχεία μέσα από τα οποία βρίσκουμε την όποια ελευθερία, την όποια ισότητα και την όποια αδελφότητα.

Η τύχη και οι συμπτώσεις είναι στοιχεία που βρίσκουμε σε όλο σχεδόν το έργο του μεγάλου αυτού Πολωνού δημιουργού: από την ταινία του «Τύχη» και τη «Διπλή ζωή της Βερόνικα» μέχρι τον «Δεκάλογο» και αυτή την «Κόκκινη ταινία». Ο Κισλόφσκι μας λέει, σίγουρα μπορεί οι πρωταγωνιστές της ταινίας του να ακολουθήσουν μια συγκεκριμένη πορεία, αλλά, κάπου διερωτάται, τι θα συνέβαινε αν;… Τι θα συνέβαινε αν οι πρωταγωνιστές του βρίσκονταν κάπου αλλού, αν δεν συμμετείχαν σε μια αεροπορική καταστροφή (όπως στην «Τύχη», όπου έχουμε τρεις διαφορετικές υποθέσεις για τη ζωή του πρωταγωνιστή του), αν δεν βγαίναν στο δρόμο μια συγκεκριμένη στιγμή, αν ένας σκύλος τους οδηγούσε αλλού, όπως εδώ στην Κόκκινη Ταινία.

Το ίδιο μπορεί να διερωτηθεί κανείς και για τα τρία βασικά πρόσωπα της Κόκκινης Ταινίας: την όμορφη φοιτήτρια και μοντέλο, Βαλεντίν (Ιρέν Ζακόμπ), τον φοιτητή της νομικής, Ογκίστ (Ζαν-Πιερ Λορίτ) και τον συνταξιοδοτημένο δικαστή, Ζοζέφ Κερν (Ζαν-Λουί Τρεντινιάν).

Τρία πρόσωπα τόσο διαφορετικά, το καθένα με τα δικά του προβλήματα, το καθένα με τη δική του μοναξιά και τα δικά του αδιέξοδα, τρία πρόσωπα που μπορεί να μη συναντιόντουσαν ποτέ, που η τύχη τα φέρνει κοντά, τα βοηθά να γίνουν πιο ανθρώπινα, να νοιώσουν την αναγκαία αδελφότητα, αλλά και την αγάπη (όχι απλά τον έρωτα), την αγάπη που μας συνδέει, που μας φέρνει κοντά τον ένα στον άλλο, που μας βοηθά να αισθανθούμε τον πόνο του άλλου αλλά και να κατανοήσουμε ο ένας τον άλλο, και μας κάνει να αισθανόμαστε τμήμα ενός κοινωνικού συνόλου.

Σε μια ταινία που συνδέεται τελικά, και με τις άλλες δυο, και που ο Κισλόφσκι, με έμπνευση και ποιητική διάθεση, οδηγεί, μέσα από θαυμάσιες σε σύλληψη εικόνες, σε ένα όμορφο, εντυπωσιακό φινάλε.

ΟΙ ΑΛΛΕΣ ΤΑΙΝΙΕΣ

** ΖΗΤΗΜΑ ΧΡΟΝΟΥ (Stillwater). ΗΠΑ, 2021. Σκηνοθεσία: Τομ ΜακΚάρθι. Σενάριο: Τομ ΜακΚάρθι, Μάρκους Χίντσεϊ, Τόμας Μπάιντγκεϊν. Ηθοποιοί: Ματ Ντέιμον, Καμίλ Κοτέν, Άμπιγκεϊλ Μπρέσλιν 139΄

Δραματικό θρίλερ, από το πρόσφατο φεστιβάλ των Κανών, με τον Ματ Ντέιμον στο ρόλο ενός υποδειγματικού, «τραμπικού» Αμερικανού που ταξιδεύει στη Μασσαλία για να σώσει την αποξενωμένη φοιτήτρια κόρη του που βρίσκεται στη φυλακή για φόνο για τον οποίο, όπως η ίδια υποστηρίζει, δεν είναι ένοχη. Ο βραβευμένος σκηνοθέτης Τομ ΜακΚάρθι («Spotlight») ξεκινά με μια κάπως αργή εισαγωγή, που προσπαθεί να διανθίσει με το ρομαντικό στοιχείο (η συνάντηση του Ντέιμον με την Βιρζινί – Καμίλ Κοτέν), για να μας οδηγήσει στο δεύτερο, με τις εκπλήξεις και το σασπένς, πιο ενδιαφέρον και με καλύτερο ρυθμό, μέρος.

** ΤΟ ΞΑΔΕΛΦΑΚΙ ΜΟΥ (Mon cousin). Γαλλία, 2020. Σκηνοθεσία: Γιαν Κουνέν. Σενάριο: Φαμπρίς Ροζέ-Λακάν, Γιαν Κουνέν, Βενσάν Λιντόν. Ηθοποιοί: Βενσάν Λιντόν, Φρανσουά Νταμιέν, Ματέι Ντισάρπ, Πασκάλ Αρμπιγιό. 104΄

Κωμωδία με τον Λιντόν στο ρόλο του διευθύνοντα συμβούλου μιας μεγάλης εταιρίας κρασιού που προσπαθεί, με διάφορους τρόπους, να πείσει τον αδιάφορο ξάδερφό του, που έχει το 50% της επιχείρησης, να υπογράψει τα συμβόλαια για να συνεχίσει να διευθύνει τη διαχείριση της επιχείρησης. Ο Γιαν Κουνέν εκμεταλλεύεται όλα τα γνωστά κλισέ παρόμοιων γαλλικών κωμωδιών κι είναι βασικά χάρη στο παίξιμο των δυο πρωταγωνιστών (Λιντόν και Νταμιέν) που η ταινία παρακολουθείται ευχάριστα.