ΝΕΕΣ ΤΑΙΝΙΕΣ

Με το χέρι του Πάολο Σορεντίνο και το χιούμορ του Γουές Άντερσον

Του Νίνου Φένεκ Μικελίδη

**** Το χέρι του θεού

The Hand of God. Ιταλία, 2021. Σκηνοθεσία-σενάριο: Πάολο Σορεντίνο. Ηθοποιοί: Τόνι Σερβίλο, Φιλίπο Σκότι, Τερέζα Σαπονάντζελο, Μάρλον Ζουμπέρ, Λουίζα Ρανιέρι. 130´

Μετά από τη «Νιότη» (βραβείο καλύτερης ταινίας από την Ευρωπαϊκή Ακαδημία Κινηματογράφου), την οσκαρική «Τέλεια ομορφιά» και το «Il divo» (βραβείο της επιτροπής στο φεστιβάλ Κανών), ο επηρεασμένος από το φελινικό έργο Πάολο Σορεντίνο επιστρέφει στη γενέτειρα του τη Νάπολη, με αυτό το θαυμάσιο, βουτηγμένο σε μια ατμόσφαιρα μαγικού ρεαλισμού, αυτοβιογραφικό, «Το χέρι του θεού», για να μας δώσει την ενηλικίωση του έφηβου Φαμπιέτο Σκίζα (Φιλίπο Σκότι), alter ego του σκηνοθέτη.

Βρισκόμαστε στη Νάπολη στα μέσα της δεκαετίας του ‘80, λίγο μετά που ο Ντιέγκο Μαραντόνα με την ομάδα της Αργεντινής έβγαλε το περίφημο γκολ 1-0, με το «χέρι του θεού» όπως έγινε γνωστό, ενάντια στην ομάδα της Αγγλίας, νίκη που θεωρήθηκε ως εκδίκηση της Αργεντινής για τη βρετανική εισβολή στα νησιά των Φώκλαντ. Η παρουσία του Μαραντόνα, που το 1984 μεταγράφεται στην ομάδα της Νάπολης, χρησιμοποιείται από τον Σορεντίνο ως λάιτ-μοτίβ, για να εκφράσει μια Νάπολη ξετρελαμενη με τον Μαραντόνα, πόλη που αναζητά διέξοδο από ένα ζοφερό μέλλον, τόσο μέσα από τις ελπίδες και τα όνειρα του Φαμπιέτο όσο και μέσα από τις φαντασιώσεις της σέξι θείας Πατρίτσια (Λουίζα Ρανιέρι), που, από τα πρώτα κιόλας πλάνα, φαντάζεται συνάντηση με τον Σαν Τζενάρο, τον προστάτη άγγελο της Νάπολης.

Μια ταινία εξομολογητική, δοσμένη με λιτότητα και τέλεια ομορφιά, με ένα άνετο, χωρίς μανιερισμούς, ρυθμό, σε μια Νάπολη που αποθεώνει τον Μαραντόνα και το χειροπιαστό θαύμα του (σε αντίθεση με τα ψεύτικα θαύματα του Σαν Τζενάρο), με τα όνειρα, αλλά και τις απλές καθημερινές χαρές με τα παιχνίδια, τα αστεία και τις πλάκες της εκκεντρικής οικογένειας Σκίζα, μ’ επικεφαλής τον πατέρα Σαβέριο (με τον τακτικό πρωταγωνιστή του Σορεντίνο Τόνι Σερβίλο σ’ έναν απολαυστικό ρόλο), τραπεζικό υπάλληλο και «δηλωμένο» κομμουνιστή, την πάντα εύθυμη, μητέρα Μαρία (Τερέζα Σαπονάντζελο), που εντυπωσιάζει με τα ταχυδακτυλουργικά παιχνίδια της με πορτοκάλια και πρόθυμη για διάφορες απολαυστικές πλάκες (πλάκα που στήνει στη «βαρόνη» γειτόνισσα καθώς κι εκείνη με την αρκούδα που στήνει στον ίδιο τον σύζυγο), τον αδερφό του Φαμπιέτο, Μαρκίνο (Μάρλον Ζουμπέρ), που φιλοδοξεί να γίνει ηθοποιός και παίρνει μέρος σε οντισιόν για ταινία του Φελίνι, την αδερφή τους, Ντανιέλα, που περνάει τον περισσότερο χρόνο της στην τουαλέτα (από τα επαναλαμβανόμενα γκαγκ της ταινίας), χωρίς να ξεχνάμε τη θεία Πατρίτσια, μια φελινική Σαραγκίνα, μοχλός της σεξουαλικής αφύπνισης του Φαμπιέτο (η απρόσμενη «ερωτική» τους σκηνή είναι από τις πιο σημαντικές και καλύτερες τη ταινίας).

Με την ιστορία να κινείται ανάμεσα στην κωμωδία και το δράμα, ιδιαίτερα στο δεύτερο μέρος, όταν η τραγωδία χτυπά την οικογένεια των Σκίζα, με τους γονείς του Φαμπιέτο να δηλητηριάζονται από μονοξείδιο του άνθρακα, στο εξοχικό τους σπίτι, βραδιά που ο Φαμπιέτο σώθηκε έχοντας επιλέξει να παρακολουθήσει τον αγώνα του Μαραντόνα από την τηλεόραση τους στη Νάπολη (ένα άλλο «θαύμα» ή απλά τύχη που του έσωσε τη ζωή), με τον συνεσταλμένο, απελπισμένο Φαμπιέτο να αναζητά τη λύτρωση στην άχαρη, ζοφερή καθημερινότητα της πόλης του, για να βρει τελικά διέξοδο στη φαντασία, τη μαγεία και το θαύμα που προσφέρει ο κινηματογράφος και η παρουσία στη Νάπολη όχι μόνο του Φελίνι αλλά και του Ναπολιτάνου σκηνοθέτη Αντόνιο Καπουάνο, ο οποίος θα τον οδηγήσει τελικά να πάρει το δρόμο για τη Ρώμη και τη μελλοντική ζωή του.

**** Η γαλλική αποστολή

The French Dispatch. ΗΠΑ/Γερμανία, 2021. Σκηνοθεσία-σενάριο: Γουές Άντερσον. Ηθοποιοί: Μπενίσιο Ντελ Τόρο, Τίλντα Σουίντον, Άντριεν Μπρόντι, Μπιλ Μάρεϊ, Λέα Σεϊντού, Φράνσις ΜακΝτόρμαντ, Τιμοτέ Σαλαμέτ, Τζέφρεϊ Ράιτ, Ματιέ Αμαλρίκ, Όουεν Γουίλσον. 107΄

Ο Γουές Άντερσον είναι ένας ανυπότακτος, αντικομφορμιστής Αμερικανός σκηνοθέτης, που μας έδειξε το ταλέντο του και μας πρόσφερε το γέλιο και το παράλογο σε μια σειρά απολαυστικές ταινίες: «Οικογένεια Τένενμπαουμ», «Ο απίθανος κύριος Φοξ», «The Grand Budapest Hotel», «Το νησί των σκύλων», για να αναφέρουμε τις καλύτερές του. Στη νέα του ταινία, «Η γαλλική αποστολή», τίτλος ενός φανταστικού περιοδικού, εμπνευσμένου από το The New Yorker και την απίθανη, θαυμάσια δημοσιογραφική του ομάδα, που πρωτοείδαμε στο επίσημο διαγωνιστικό τμήμα του 74ου φεστιβάλ των Κανών, μπορεί να προσφέρει ένα από τα ίδια, όπως θα υποστηρίξουν μερικοί, αλλά, παραμένει μια απολαυστική ταινία που προσφέρει άφθονο γέλιο με το ίδιο, απελευθερωτικό, εκκεντρικό χιούμορ του δημιουργού αυτού.

Η ταινία, με βάση μια σειρά επεισοδίων, εμπνευσμένων από τα διάφορα τμήματα του περιοδικού (το τμήμα τέχνης και πολιτισμού, το αστυνομικό δελτίο και πολλά άλλα), παρακολουθεί τη σταδιοδρομία, μέσα από ένα περίπου αιώνα του ένθετου περιοδικού The French Despatch, μιας φανταστικής εφημερίδας του Κάνσας, του διευθυντή του, Άρθουρ Χάουιτζερ Τζούνιορ (ο πάντα απολαυστικός Μπιλ Μάρεϊ), με τους διάσημους ρεπόρτερ του να αποστέλλουν τα κείμενά του από μι φανταστική γαλλική πόλη, την Ennui-sur-Blasé, που δεν είναι άλλη από το Παρίσι.

Ανάμεσα στα πιο απολαυστικά επεισόδια αναφέρουμε εκείνο με την Τίλντα Σουίντον στο ρόλο μιας κριτικού τέχνης, που αφηγείται την ιστορία ενός καταδικασμένου ζωγράφου (Μπενίσιο ντελ Τόρο) και της αστυνομικού φρουρού/γυμνού, ενδιάμεσα, μοντέλου του (Λέα Σεϊντού), ή εκείνο με τη Φράνσις ΜακΝτόρμαντ στο ρόλο μιας συγγραφέα που μπλέκει με νεαρούς επαναστάτες φοιτητές και τα φτιάχνει με τον αρχηγό τους (Τιμοτέ Σαλαμέτ), ή, ακόμη εκείνο (και το πιο τρελό και απολαυστικό), με τον Τζέφρεϊ Ράιτ στο ρόλο ενός κριτικού φαγητών να αφηγείται σε τηλεοπτικό συντάκτη, και να βλέπουμε να αναπαριστάνεται, την απαγωγή του γιου του αρχηγού της γαλλικής αστυνομίας (Ματιέ Αμαλρίκ) και τον ειδικό σεφ της αστυνομίας, τον αξιωματικό Νεσκαφιέ (Στίβενσον Πάρκο), να ετοιμάζει το φαγητό που θα δηλητηριάσει τους απαγωγείς και θα σώσει το νεαρό αγόρι.

Με εξαίρετες σκηνές, μαζί και με τη χρήση καρτούν (σε εκείνες του κυνηγητού των απαγωγέων), με τη χρήση άλλοτε έγχρωμου φιλμ και άλλοτε μαυρόασπρου, με το κλασικό φορμά της παλιάς (πριν τη δεκαετία του ‘50) οθόνης, με διαρκή ευρήματα, με αναφορές στη γαλλική νουβέλ βαγκ και τον Ζακ Τατί, με γρήγορο ρυθμό κι ένα θαυμάσιο καστ σε διάφορους έστω και μικρούς ρόλους (εκτός από όσους ανάφερα εμφανίζονται και οι: Σαόρσι Ρόμαν, Όουεν Γουίλσον, Ελίζαμπεθ Μος, Αντζέλικα Χιούστον, Έντουαρντ Νόρτον, Γουίλεμ Νταφόε, Κρίστοφ Γουόλτζ, Έντριαν Μπρόντι, Λιβ Σράιμπερ, Έντι Γουίνσλετ και Σεσίλ Ντε Φρανς), ο Άντερσον έφτιαξε μια ακόμη απολαυστική ταινία που προσφέρει με αφθονία το ιδιόμορφο, πάντα ανατρεπτικό, χιούμορ του.

*** ½ – Η νύμφη του νερού
Undine. Γερμανία/Γαλλία, 2020. Σκηνοθεσία-σενάριο: Κρίστιαν Πέτσολντ. Ηθοποιοί: Πάουλα Μπέερ, Φραντς Ρογκόβσκι, Μάριαμ Ζάρε. 91’

Από τον μύθο της Ουντίνε (Udine) εμπνέεται ο Γερμανός σκηνοθέτης Κρίστιαν Πέτσολντ για την ομότιτλη ταινία του που προβλήθηκε στο φεστιβάλ του Βερολίνου 2020. Ο μύθος, γραμμένος από τον Φρίντριχ ντε λα Μοτ Φουκέ το 1811, και που χρησίμευσε σαν βάση του παραμυθιού «Η μικρή γοργόνα» του Άντερσεν, αναφέρεται σε μια γοργόνα, την Ουντίνε, που αποκτά ψυχή και καταφέρνει να παντρευτεί ένα θνητό. Όταν όμως εκείνος την προδίδει αυτή τον δολοφονεί.

Η Ουντίνε της ταινίας είναι ιστορικός οδηγός που παρουσιάζει τα αναπτυξιακά σχέδια του δήμου, και η οποία, όταν ο άντρας που αγαπά την εγκαταλείπει για μια άλλη γυναίκα, πρέπει τον σκοτώσει και να επιστρέψει στο νερό. Ο Πέτσολντ όμως κάνει μια ανατροπή στην ιστορία, με την Ουντίνε να ερωτεύεται έναν άλλο άντρα, που την αγαπά με πάθος. Η Ουντίνε όμως πρέπει να επιστρέψει στο νερό όταν κάποια στιγμή αυτός αρχίζει να την αμφισβητεί για τα ψέματα που αυτή αναγκάζεται να του πει.

Αυτό που βασικά ενδιαφέρει τον Πέτσολντ είναι το θέμα του έρωτα, του αδύνατου έρωτα, όπως τον παρουσίασε και στις ταινίες του «Βαρβάρα» και «Το τραγούδι του Φοίνικα». Ένας όμως έρωτας τοποθετημένος σ’ ένα συγκεκριμένο κοινωνικοπολιτικό χώρο, εδώ στο Βερολίνο, ένα Βερολίνο που αλλάζει συνεχώς και που καταστρέφει την όποια παράδοση και ιστορία του, όπως δείχνουν τα μοντέλα του Δήμου που παρουσιάζει κάθε τόσο στους επισκέπτες η ηρωίδα.

Μοντέλα που δείχνουν τις συνεχείς καταστροφές για χάριν ενός δήθεν πολιτισμού. «Το Βερολίνο είναι μια πόλη που ολοένα και περισσότερο σβήνει την ιστορία της», ανάφερε ο ίδιος ο Πέτσολντ. «Το Τείχος, που χαρακτήριζε την πρόσφατη ιστορία μας κατεδαφίστηκε πολύ γρήγορα. Ο τρόπος με τον οποίο καταπιανόμαστε με το παρελθόν και με την ιστορία στο Βερολίνο είναι βάναυσος». Ο Πέτσολντ συνδυάζει έντεχνα τη ρομαντική πλευρά της ιστορίας του (οι ερωτικές του σκηνές έχουν και αισθησιασμό και χάρη) με το φανταστικό στοιχείο, καταφέρνοντας να αποσπάσει μια πολύ ωραία ερμηνεία από την Πάουλα Μπέερ, στο ρόλο της Ουντίνε.