ΝΕΕΣ ΤΑΙΝΙΕΣ

(Μελο)δράματα γυναικών σε ανδροκρατούμενες κοινωνίες

Του Νίνου Φένεκ Μικελίδη

**** Μικρές κυρίες

Little Women. ΗΠΑ, 2019. Σκηνοθεσία-σενάριο: Γκρέτα Γκέργουικ. Ηθοποιοί: Σέρσι Ρόναν, Έμα Γουότσον, Φλόρενς Πουγκ, Λόραν Ντερν, Ελάιζα Σκάνλεν, Τιμοτέ Σαλαμέ, Τζέιμς Νόρτον, Λουί Γκαρέλ. !35΄

Σε μια σύγχρονη, φεμινιστική διασκευή του κλασικού μυθιστορήματος «Μικρές κυρίες» της Λουίζα Μέι Όλκοτ στράφηκε στη νέα αυτή κινηματογράφηση η γνωστή ηθοποιός («Frances Ha», «Στη Ρώμη με αγάπη»)  και σκηνοθέτρια Γκρέτα Γκέργουικ (υποψήφια για 5 Όσκαρ, μαζί και καλύτερης ταινίας, για την «Πασχαλίτσα» – «Lady Bird»).

Γραμμένο το 1868, το κλασικό αυτό, ημι-αυτοβιογραρτικό, πολυαγαπημένο από τους Αμερικανούς, μυθιστόρημα της Όλκοτ, γύρω από την ιστορία των τεσσάρων κοριτσιών της οικογένειας Μαρτς, που μεγαλώνουν στη Βοστώνη, στη διάρκεια του εμφύλιου πολέμου και λίγο μετά, ενώ ο πατέρας τους λείπει στον πόλεμο, έχει μεταφερθεί αρκετές φορές στην οθόνη, ξεκινώντας από την εποχή του βωβού (1917) και φτάνοντας ως τις μέρες μας – ανάμεσά τους και εκείνες των Τζορτζ Κιούκορ, 1933, Μέρβιν Λερόι, 1949 και Τζίλιαν Άρμστρονγκ, 1994).

Έργο σίγουρα ρομαντικό, πάνω στη μνήμη, στο πέρασμα του χρόνου και την ενηλικίωση αλλά και νοσταλγικό, οι «Μικρές κυρίες» της Γκέργουικ προσφέρουν, πάνω απ’ όλα, και πέντε (μαζί με τη μητέρα των τεσσάρων κοριτσιών) εξαιρετικά πορτρέτα γυναικών. Γυναικών που όχι απλά προσπαθούν να επιβιώσουν με μια ανδροκρατούμενη κοινωνία αλλά και, όταν χρειάζεται, όπως στην περίπτωση της Τζο (Σόρσι Ρόναν), αντιδρούν σ’ αυτήν, στην προσπάθειά τους να επιβάλουν την προσωπικότητά τους, με την Τζο συγγραφέα που τελικά ζει στη Νέα Υόρκη, την Έμι σ’ ένα ταξίδι στην Ευρώπη  και την Μεγκ ευτυχισμένη, παντρεμένη και με παιδιά.

Εκτός από το καλογραμμένο, με ωραίους διαλόγους σενάριο και τη με ξεχωριστή φροντίδα και με λεπτομερή έλεγχο στην όλη παραγωγή (ντεκόρ, κοστούμια, φωτογραφία, μαζί και την ωραία μουσική του ελληνικής καταγωγής Γάλλου Αλεξάντρ Ντεσπλά), για τη δημιουργία της σωστής ατμόσφαιρας εποχής, η Γκέργουικ έκανε και μια μεγάλη, σημαντική αλλαγή στην ταινία της:

Στη θέση της χρονολογικής αφήγησης τόσο του βιβλίου της Όλκοτ όσο και των προηγούμενων κινηματογραφικών διασκευών, που παρουσίαζε την ιστορία των τεσσάρων αδερφών από την παιδική τους ηλικία (στο πρώτο μέρος) μέχρι τις παντρειές τους (στο δεύτερο μέρος), τη φορά αυτή παρουσιάζει την ιστορία τους μέσα από τις αναμνήσεις της Τζο, «κόβοντας» έξυπνα την αφήγηση μέσα από ενδιάμεσες επιστροφές από το παρόν στο παρελθόν, παρουσιάζοντας τις ηρωίδες της μέσα από διάφορες περιόδους της ηλικίας τους. Με την όλη ιστορία να δένει αρμονικά μέσα από τις δυο σκηνές της αρχής και του φινάλε, με την νεαρή Τζο, στην πρώτη, να επισκέπτεται έναν εκδότη στη Νέα Υόρκη για να του προσφέρει ένα διήγημά της και τελειώνει με την Τζο, μεγάλη πια, στη δεύτερη, να επισκέπτεται και πάλιν τον εκδότη για να του προσφέρει τη φορά αυτή το αυτοβιογραφικό της μυθιστόρημα και να διαπραγματεύεται μαζί του, επιβάλλοντας τελικά τις δίκαιες απαιτήσεις της.

Σημαντικός ακόμη είναι και ο τρόπος με τον οποίο η Γκέργουικ αναπτύσσει τους χαρακτήρες των γυναικών της: της Τζο, γεμάτης ενέργεια να ακολουθεί την δύσκολη πορεία της επαναστατημένης γυναίκας, της Έμι (μια έξοχη στο ρόλο Φλόρενς Πουγκ), της ζωγράφου, που από ένα αρχικά αδιάφορο, τσαχπίνικο κορίτσι μετατρέπεται σταδιακά σε γυναίκα ώριμη,  έξυπνη και έτοιμη να υπερασπιστεί τα δικαιώματά της, της Μεγκ (Έμα Γουότσον), που τελικά παραμερίζει τη στάση της για πλούσιο, εξασφαλισμένο γάμο και ακολουθεί τις απαιτήσεις της καρδιάς της.

Χωρίς να ξεχνάμε εκείνο της συμπονετικής μητέρας (Λόραν Ντερν), που, παρά τις κοινωνικές συγκρούσεις, τη φτώχια της οικογένειας και την απουσία του πατέρα, αγωνίζεται με αξιοπρέπεια να μεγαλώσει και να προστατεύσει, με αγάπη και στοργή, τα κορίτσια της, αποδεχόμενη ταυτόχρονα και τις υποχωρήσεις που αναγκαζόταν να υποστεί (σε μια αποκαλυπτική συζήτηση με την Τζο παραδέχεται, «αισθάνομαι οργισμένη κάθε μέρα της ζωής μου»).

Στις καλές ερμηνείες και εκείνη της Μέριλ Στριπ, στο ρόλο της ζόρικης, επίμονης γιαγιάς, που σκέφτεται πώς να εξασφαλίσει μια άνετη ζωή για τις εγγονές της, παντρεύοντάς τις με πλούσιους άντρες. Αποτέλεσμα: μια αρκετά πιστή μεταφορά του βιβλίου της Όλκοτ, με την οποία η Γκέργουικ εκμεταλλεύεται τη φεμινιστική πλευρά του για να τονίσει τις προοδευτικές ιδέες του έργου, προσφέροντάς μας μια γεμάτη παλμό, αίσθημα και ζωντάνια ταινία, που ελπίζω να κερδίσει κάποια από τα 6 Όσκαρ (τουλάχιστο στις ερμηνείες) για τα οποία είναι υποψήφια.

**** Φως στο σκοτάδι

Light of My Life. ΗΠΑ, 2019. Σκηνοθεσία-σενάριο: Κέισι Άφλεκ. Ηθοποιοί: Κέισι Άφλεκ, Άννα Πνιόσκι, Τομ Μπάουερ. 119΄

Την εφιαλτική πορεία ενός πατέρα ενώ προσπαθεί να προστατεύσει τη νεαρή κόρη του, στις παρυφές μιας δυστοπικής κοινωνίας, σε μια όχι και πολύ μακρινή εποχή, όταν ένας ιός έχει αποδεκατίσει τον γυναικείο πληθυσμό, αφηγείται στην όμορφη, συγκινητική, βουτηγμένη σε μια θλιμμένη ατμόσφαιρα, πρώτη του σκηνοθεσία ο ηθοποιός Κέισι Άφλεκ.

Στο νου έρχεται «Ο δρόμος» του Τζον Χίλκοουτ, εκεί όμως που ο Βίγκο Μπόρτενσεν προσπαθούσε να σώσει το γιο του σε μια μετά-Αποκαλυπτική κοινωνία, εδώ έχουμε έναν πατέρα που προστατεύει το κορίτσι του, το οποίο,  έχοντας γλιτώσει από τον θανατηφόρο ιό χάρη σε κάποια μορφή ανοσίας, πρέπει να επιβιώσει σε μια κοινωνία χωρίς γυναίκες.

Πέρα όμως από την πορεία του Κάλεμπ (ιδιαίτερα συγκρατημένος στο ρόλο ο Κέισι Άφλεκ) και της, φτιαγμένης και ντυμένης ώστε να μοιάζει με αγόρι, Ραγκ (δυναμική παρουσία από την Άννα Πνιόσκι), μέσα από φαινομενικά έρημα αλλά με κρυμμένους κινδύνους δάση και θλιβερές, μισο-εγκαταλειμμένες πόλεις (με τον Άνταμ Άρκαπο να υπογράφει την ατμοσφαιρική φωτογραφία και τον Ντάνιελ Χαρτ τη μελαγχολική, υποβλητική μουσική), ο Άφλεκ εστιάζει το ενδιαφέρον του στις σχέσεις που αναπτύσσονται ανάμεσα στον πατέρα και την κόρη – με την κόρη να κάνει ατέλειωτες ερωτήσεις στον πατέρα στην προσπάθειά της να μάθει για τον εαυτό της, την εφηβεία και το σεξ ( μια ακόμη ωραία σκηνή είναι εκείνη με τον Κάλεμπ, που, έχοντας μαζέψει διάφορα ειδικά βιβλία, προσπαθεί να εξηγήσει στην Ραγκ την εμμηνόπαυση) αλλά και γενικότερα για την χωρίς γυναίκες κοινωνία.

Σημαντική είναι η σκηνή της αρχής (από τις ωραιότερες της ταινίας), με τον πατέρα να αφηγείται στην έφηβη κόρη του, μέσα στη σκηνή όπου κρύβονται, ένα παραμύθι για μια αλεπού (μεταφορά για την ίδια τη Ραγκ) που είναι στην πραγματικότητα η ιστορία της Κιβωτού ιδωμένη όμως με διαφορετικό τρόπο, ιστορία που επαναλαμβάνεται, ακόμη πιο διαφορετική, και στο αναπάντεχο, ανατρεπτικό, βίαιο φινάλε.

Ο Άφλεκ (που, εκτός από την ερμηνεία και σκηνοθεσία, έγραψε και το σενάριο) περιγράφει με χαμηλούς τόνους και ένα ήρεμο, αναγκαίο στην αφήγησή του, ρυθμό,  την πορεία τους (με μικρά ενδιάμεσα φλας-μπακ γύρω από την προηγούμενη, ευτυχισμένη ζωή της οικογένειας, όταν ζούσε ακόμη η μητέρα), με τους δυο τους να κρύβονται, να αντιμετωπίζουν τους διάφορους κινδύνους και να συνεχίζουν το ταξίδι τους, χωρίς ποτέ να ξέρουμε την κατάληξη. Ένα ταξίδι, όπου, όπως λέει και ο Καβάφης, δεν είναι το τέλος/η Ιθάκη αυτό που μας ενδιαφέρει, αλλά το ίδιο το ταξίδι,  ταξίδι, στη συγκεκριμένη περίπτωση, που δένει ακόμη περισσότερο, πατέρα και κόρη, και αναδεικνύει την ανάγκη της αγάπης, του δεσμού και της κατανόησης απέναντι σε μια αποξενωμένη, δυστοπική κοινωνία.

*** Η αόρατη ζωή της Ευρυδίκης Γκουσμάο

Invisible Life/A vita invisivel. Βραζιλία, 2019. Σκηνοθεσία: Καρίμ Αϊνούζ. Σενάριο: Μουρίλο Χάουζερ, από μυθ. «Η αόρατη ζωή της Ευρυδίκης Γκουσμάο» της Μάρθας Μπατάλια. Ηθοποιοί: Χούλια Στόκλερ, Κάρολ Ντουάρτε, Φλάβια Γκουσμάο. 139΄

Στο μελόδραμα, γυρισμένο με εικαστικά λαμπρές εικόνες, στρέφεται ο γνωστός visual artist και, περιστασιακά, Βραζιλιάνος σκηνοθέτης Καρίμ Αϊνούζ (Madame Sata) για να μεταφέρει στην οθόνη το ομότιτλο μυθιστόρημα της Μάρθας Μπατάλια.

Όπως και στην ταινία της Γκέργουικ, κι εδώ έχουμε να κάνουμε με μια ανδροκρατούμενη κοινωνία. Μόνο που εδώ είναι μια βραζιλιάνικη κοινωνία, με 100 περίπου χρόνια διαφορά από εκείνη της ιστορίας της Λουίζας Μέι Όλκοτ. Οι δυο ηρωίδες της ταινίας του Αϊνούζ, οι αδερφές Γκουσμάο, η Εουρίντιτσε/Ευρυδίκη (Κάρολ Ντουάρτε) και η Γκίντα (Χούλια Στόκλερ), ζουν στη Βραζιλία της δεκαετίας του ΄50: η πρώτη, με ταλέντο στο πιάνο, ονειρεύεται να σπουδάσει μουσική στην Αυστρία, η δεύτερη, η μικρότερη και πιο ζωηρή θέλει να ξεφύγει από την οικογένεια κι ένα καταπιεστικό πατέρα.

Η Γκίντα ερωτεύεται έναν Έλληνα ναυτικό, τον Γιώργο και το σκάει μαζί του στην Ελλάδα για να επιστρέψει μετά από λίγο μόνη και έγκυος και να διωχτεί από τον πατέρα «αφέντη», ο οποίος της λέει ψέματα πως η Ευρυδίκη έχει τελικά πάει για σπουδές στην Αυστρία. Ενώ η Γκίντα γεννάει μόνη το παιδί της, που, στη συνέχεια αναλαμβάνει, με αμέτρητες δυσκολίες, να μεγαλώσει, η Ευρυδίκη  αναγκάζεται να παντρευτεί έναν άντρα που δεν αγαπά, πιστεύοντας πως η Γκίντα ζει ευτυχισμένη στην Ελλάδα με τον Γιώργο.

Τα χρόνια περνούν, οι αδερφές μεγαλώνουν στα απραγματοποίητά τους όνειρα και τις απογοητεύσεις τους, σε μια μικροαστική φαλλοκρατική κοινωνία, χωρίς ποτέ ν’ ανακαλύψουν την αλήθεια. Ο Αϊνούζ φτιάχνει ένα κομψό, γυρισμένο με αρκετό ρεαλισμό, μελόδραμα, που θυμίζουν περισσότερο τα μελοδράματα του Πέδρο Αλμοδόβαρ παρά εκείνα του Ντάγκλας Σκερκ, με αρκετές πρέπει να πω κοινοτοπίες, για να μας προσφέρει μια ταινία διάρκειας 139 λεπτών που σίγουρα θα κέρδιζε με μερικά κοψίματα.

Στην ταινία, πάντως, εκτός από την εξαιρετική φωτογραφία της Ελέν Λουβάρτ, υπάρχουν σίγουρα και εντυπωσιακά σκηνοθετημένες σκηνές, ιδιαίτερα εκείνη στην αρχή, με τις δυο αδερφές να περιφέρονται στη ζούγκλα, ενώ κάποια στιγμή η Ευρυδίκη χάνει την Γκίντα, όπως κι εκείνη του φινάλε, με την 89χρονη παλαίμαχο ηθοποιό της Βραζιλίας Φερνάντα Μοντενέγκρο, να ερμηνεύει την ηλικιωμένη Ευρυδίκη και να προσφέρει την υπόλοιπη συγκίνηση και τα απαραίτητα δάκρυα της ιστορίας.

*** Οι μόνος

Monos. Κολομβία, 2019. Σκηνοθεσία: Αλεχάντρο Λάντες. Σενάριο: Αλεχάντρο Σάντες, Αλέξις Ντος Σάντος. Ηθοποιοί: Σοφία Μπουεναβεντούρα, Χούλιαν Ζιράλντο, Κάρεν Κιντέρο, Τζουλιάν Νίκολσον. 102΄

Από το περσινό φεστιβάλ του Βερολίνου (μέσω Σάντανς) μας έρχεται η με σουρεαλιστικές πινελιές αυτή ταινία του Κολομβιανού Αλεχάντρο Λάντες. Θρίλερ μαζί και πολιτική αλληγορία, γύρω από μια ομάδα νεαρών πολεμιστών τους «Μόνος» («πιθήκους») του τίτλου, που περιφέρονται στη ζούγκλα μεταφέροντας μια Αμερικανίδα αιχμάλωτο, την «Ντοκτόρα» (Τζουλιάν Νίκολσον), όπως την αποκαλούν, αλλά και διασφαλίζοντας την αγελάδα γαλακτοπαραγωγής που τους έχει ανατεθεί.

Εγκαταλειμμένοι μόνοι τους στην αρχή στα βουνά και στη συνέχεια σε μια γεμάτη από μύγες και άλλα ζωύφια, βουτηγμένη στην ομίχλη, ζούγκλα ενός ακαθόριστου Λατινοαμερικανού τοπίου, η ομάδα, με τα περίεργα παρατσούκλια («Μπουμ Μπουμ», Ράμπο», «Ντογκ», «Λαίδη», «Σουίτ» κ.ά.) προσπαθεί, με διάφορους, συχνά βίαιους τρόπους, να βρει τον προσανατολισμό της (σε σκηνές που θυμίζουν τον «Άρχοντα των μυγών» του Γουίλιαμ Γκόλντινγκ που είχε μεταφέρει στον κινηματογράφο ο Πίτερ Μπρουκ), με τη μουσική του Μίκα Λέβι και τη φωτογραφία του Τζάσπερ Γουλφ να συμβάλλουν στη δημιουργία της αλλόκοτης, σουρεαλιστικής ατμόσφαιρας.

Ο Λάντες χρησιμοποιεί την ιστορία του για να κάνει ένα δριμύ σχόλιο πάνω στη χρήση νεαρών παιδιών σε πολέμους (ας μη ξεχνάμε πως σήμερα υπάρχουν στον πλανήτη μας πάνω από 250.000 παιδιά-στρατιώτες), ενώ, παράλληλα, καταφέρνει να δημιουργήσει μια εφιαλτική, διανθισμένη με παράλογο, σουρεαλιστικό χιούμορ, ατμόσφαιρα, τονίζοντας τις τελετουργικές και άλλες παράξενες εκδηλώσεις των νεαρών, με μια τεμαχισμένη αφήγηση, που στηρίζεται περισσότερο στα πλάνα (ιδιαίτερα τα γκρο πλάνα των νεαρών), για να δημιουργήσει τη σκοτεινή, τελικά συναρπαστική, αλληγορία του.

**** Ο δικέφαλος αετός του ναζισμού

Double Headed Eagle: Hitler’s Rise to Power 1918-1933. Βρετανία, 1973. Σκηνοθεσία: Λουτζ Μπέκερ. Σενάριο: Λουτζ Μπέκερ, Φίλιπ Μόρα. Εμφανίζονται: Αδόλφος Χίτλερ, Γιόζεφ Γκέμπελς, Μπάστερ Κίτον, Τζοζεφίν Μπέικερ, Ερνστ Θάλμαν, Τόμας Μαν, Άλμπερτ Άινσταϊν. 93΄

Σε επανέκδοση το έξοχο, αποκαλυπτικό ντοκιμαντέρ γύρω από την άνοδο του Χίτλερ, από το τέλος του πρώτου παγκόσμιου πολέμου μέχρι το 1933, μέσα από επίκαιρα, ερασιτεχνικά φιλμ, συνεντεύξεις και άλλο σπάνιο υλικό, γυρισμένο από τον Λουτζ Μπέκερ.

Αν θέλετε μια απάντηση για το πώς κατάφερε ο Χίτλερ να παρασύρει τα εκατομμύρια των Γερμανών και να φτιάξει τη φασιστική Γερμανία του Γ’ Ράιχ πρέπει να δείτε το αποκαλυπτικό αυτό ντοκιμαντέρ. Από ένα ασήμαντο αρχικά ξεκίνημα που σταδιακά θα οδηγήσει τον Χίτλερ στην Καγκελαρία, με αποσπάσματα από τα προπαγανδιστικά σχέδια του Γκέμπελς, μέχρι την ομιλία του Φύρερ το 1933, ομιλία που δείχνει τη μεσσιανική έλξη του δικτάτορα που ήξερε πώς να γοητεύει και να παρασύρει τα πλήθη (ιδιαίτερα, όπως βλέπουμε στα αποσπάσματα, τις γυναίκες). Ανάμεσα στα αποσπάσματα και μερικά με την Τζοζεφίν Μπέικερ και τον Μπάστερ Κίτον, την εποχή που επισκέφτηκαν το Βερολίνο!

** ½ – Winona

Ελλάδα, 2019. Σκηνοθεσία-σενάριο: The Boy (Αλέξανδρος Βούλγαρης). Ηθοποιοί: Ανθή Ευστρατιάδου, Σοφία Κόκκαλη, Ηρώ Μπέζου, Δάφνη Πατακιά, Κλειώ Κτενά, 88΄

Με το πέρασμα στην ενηλικίωση καταπιάνεται στην πέμπτη του ταινία, “Winona” ο γνωστός μας ως The Boy (Αλέξανδρος Βούλγαρης). Η ιστορία εκτυλίσσεται σε μια απόμερη παραλία, στη διάρκεια μιας ηλιόλουστης, καλοκαιριάτικης μέρας. Τέσσερα κορίτσια, έφηβοι, φτάνουν εκεί για να διασκεδάσουν, όπως πιστεύουμε: παιχνίδια με την άμμο, με το σκυλί τους, τραγούδια, αστεία, εξομολογήσεις, πειράγματα, βουτιές στη θάλασσα.

Πίσω όμως από τη ξεγνοιασιά και τα τραγούδια, και το εκτυφλωτικό φως που περιλούζει τα τέσσερα νεανικά πρόσωπα, υπάρχει και κάτι το διαφορετικό, ένα απειλούμενο σκοτάδι, που τονίζεται από ένα (το μοναδικό στην περιοχή) σπίτι στο λόφο κι ένα τζιπ μισοκρυμμένο πίσω από τα δέντρα. Θα αργήσει να μάθουμε το “μυστικό” που κρύβεται πίσω από αυτή την εκδρομή στη θάλασσα (που μας αποκαλύπτεται το τελευταίο 10λεπτο) και δίνει μια άλλη, δραματική διάσταση στην ταινία. Δεν θ’ αποκαλύψω το μυστικό, φτάνει να πω πως τελικά αυτό που περνάει μέσα από την ταινία του ο σκηνοθέτης είναι ένας αποχαιρετισμός στη ξεγνοιασιά και την εφηβεία, με τα τέσσερα κορίτσια να ξεχωρίζουν για τις τόσο ζωντανές ερμηνείες τους.

** ½ – Εργαστήριο Ελλάδα

Ελλάδα, 2019. Ντοκιμαντέρ. Σκηνοθεσία: Γιάκομπο Μπρότζι. 165΄

Τις ρίζες της πολιτικής κρίσης που οδήγησε στο ΔΝΤ και τα μνημόνια, μετατρέποντας την Ελλάδα σε πειραματόζωο των Χρηματιστηρίων και των δανειστών μας, αναζητά στο μεγάλης διάρκειας (κρατάει 165 λεπτά) ντοκιμαντέρ του ο Γιάκομπο Μπρότζι. Με επίκαιρα (αρκετά από αυτά σπάνια) και συνεντεύξεις από διάφορα πρόσωπα (καθηγητές, πολιτικούς, απλούς ανθρώπους), ο σκηνοθέτης κάνει παραλληλισμούς με Κατοχή και δικτατορία, για να υποστηρίζει την ενδιαφέρουσα, αν και ιδεολογικά υπό συζήτηση, άποψή του.