Ομορφες, ανθρώπινες ιστορίες από μια τριάδα εξαίρετων σκηνοθετών.

Του Νίνου Φένεκ Μικελίδη

*** Ο μαθητευόμενος

Apprentice. Σιγκαπούρη/Γερμανία/Γαλλία, 2016. Σκηνοθεσία-σενάριο: Μπου Τζιουνφένγκ. Ηθοποιοί: Φίρ Ραμάν, Βαν Χανάφι Σου, Μαστουρά Αχμάντ, Μπουν Πιν Κο. 115′

Μπορεί να βρισκόμαστε στον 21ο αιώνα, η τεχνολογία να έχει φτάσει σε απίθανα αποτελέσματα, αλλά η ανθρώπινη αξία εξακολουθεί δυστυχώς να βρίσκεται στο χειρότερο σημείο της. Οι καθημερινοί θάνατοι είτε από από τοπικούς πολέμους, είτε από πείνα (και πνιγμούς κατα χιλιάδες  μεταναστών που αναζητούν καλύτερη ζωή στην Ευρώπη) εξακολουθούν να αποδεικνύουν την αδιαφορία και την απανθρωπιά των σύγχρονων αστικών κοινωνιών.

Και σαν να μην έφταναν αυτά, οι ίδιοι εξακολουθούμε να αφαιρούμε, με τον πιο ψυχρό τρόπο, την ανθρώπινη ζωή, χάρη στη θανατική ποινή που εξακολουθεί να ισχύει σε αρκετά, υποτιθέμενα μάλιστα «πολιτισμένα» κράτη (ΗΠΑ, Ρωσία, με το γείτονα Ερντογάν να ετοιμάζεται να την επαναφέρει).

Η θανατική ποινή είναι το θέμα της δεύτερης αυτής ταινίας του 33χρονου Κινέζου της Σιγκαπούρης Μπου Τζιουνφένγκ, που η πρώτη του ταινία, «Sandcastle», είχε εντυπωσιάσει το 2010 στο τμήμα της «Εβδομάδας της κριτικής» των Κανών. Βρισκόμαστε στη Σιγκαπούρη, όπου ακόμη ισχύει η εκτέλεση δι’ απαγχονισμού. Ο 28χρονος, σωφρονιστικός υπάλληλος Αϊμάν (Φιρ Ραμάν) μετατίθεται σε μια φυλακή υψίστης ασφαλείας για να μάθει στους τρόφιμους νέους τρόπους αναμόρφωσης αν και τελικά θα καταλήξει βοηθός του ηλικιωμένου δήμιου Ραχίμ (Βαν Χανάφι Σου).

Ο Τζιουνφένγκ αφηγείται την ιστορία του, ιδιαίτερα στο πρώτο μέρος, με ένα σχεδόν ντοκιμαντεριστικό στιλ, φτάνοντας στην πιο ωμή σκηνή του, με τις λεπτομέρειες ενός απαγχονισμού (που φέρνει στο νου ταινίες οπως το «Εν ψυχρώ» του Ρίτσαρντ Μπρουκς), με τον Ραχίμ να εξηγεί τη σημασία του μήκους του σχοινιού αλλά και τις άλλες λεπτομέρειες που υποτίθεται πως κάνουν πιο «ανθρώπινη», αν μπορεί να υπάρξει τέτοια πράγμα, την εκτέλεση. Με επίκεντρο παντα τη σχέση που αναπτύσσεται ανάμεσα στον ηλικιωμένο δήμιο και τον μαθητευόμενό του, με τον τελευταίο να αποκαλύπτει, κάποια στιγμή, το τρομερό μυστικό του (που δεν θα αποκαλύψω) στον Ραχίμ.

Εκεί που, στο παρελθον, ο κινηματογράφος μας έχει δώσει το θέμα του απαγχονισμού από τη πλευρά των θυμάτων, εδώ, ο Τζιουνφένγκ στρέφεται στους εκτελεστές, που τους παρουσιάζει «φυλακισμένους» σε μια κοινωνική κατάσταση που σταδιακά τους οδηγεί στην απελπισία και ν αποκτήνωση.

Οι εικόνες, με τα δυο πρόσωπα το ίδιο φυλακισμένα όπως και οι κατάδικοι (οπως αυτο του Αϊμάν φωτογραφημένου πίσω από παράθυρα με μπάρες), οι ήχοι, οι φωτισμοί, δημιουργούν τη μαύρη, χωρίς καμία διέξοδο, ζωή στην οποια ειναι εγκλεισμένοι οι δυο «καταραμένοι», χωρίς ελπίδα σωτηρίας η απλής ευτυχίας, δήμιοι. Με τους Ραμάν και Χανάφι Σου να ερμηνεύουν με τροπο συγκλονιστικό τους δυο δήμιους, με μόνη, τελικά, να καταφέρνει να ξεφύγει από μια τέτοια ζωή, την αδερφή του Αϊμάν.

 *** Ένας δράκος έρχεται!

A Dragon Arrives!/Ejdeha Vared Mishavad! Ιράν, 2016. Σκηνοθεσία-σενάριο: Μάνι Χαγκίγκι. Ηθοποιοί: Αμίρ Ζιαντίντι, Έχσαν Γκουντάρζι, Χομαγιούν Γκανιζαντέ. 105′

Η πραγματικότητα με τη φαντασία, ο μύθος με την Ιστορία, με ενδιάμεσες αναφορές στον ιρανικό κινηματογράφο της δεκαετίας του ’60, αναμιγνύονται με τρόπο εξαιρετικό, μαζί και απολαυστικό, στην ταινία αυτή του σπουδαγμένου στον Καναδά Ιρανού σκηνοθέτη/ηθοποιού Μάνι Χαγκίγκι, σκηνοθέτη που ξεκίνησε ως βοηθός του Ασκχάρ Φαρχάντι. Αντίθετα όμως με τον κινηματογράφο συμπατριωτών του σκηνοθετών, όπως οι Φαρχάντι, Κιαροστάμι, Μαχμαλμπάφ και Παναχί, ο Χαγκίγκι στρέφεται σε ένα κινηματογράφο διαφορετικό, όπου η φαντασία, το παιχνίδι, ο σουρεαλισμός (αλά-Ραούλ Ρουίζ), η τρέλα και γενικά η εκκεντρικότητα αλλά και στοιχεία του γουέστερν, του φιλμ νουάρ και του ντοκιμαντέρ, ανακατεύονται με τα σύμβολα και την αλληγορία για να μας μιλήσουν για το Ιράν και την κοινωνία του.

Η ταινία ξεκινά το 1965, την παραμονή της δολοφονίας του τότε Ιρανού, πρωθυπουργού, με ένα αυτοκίνητο να καταφτάνει σε ένα παράξενο νεκροταφείο, όπου προκαλείται σεισμός κάθε φορά που ανοίγεται καινούριος τάφος.  Στην περιοχή καταφτάνει ένας αστυνομικός ντετέκτιβ για να εξιχνιάσει την περίεργη αυτοκτονία ενός διαφωνούντα πολιτικού. Ενδιάμεσα, παρεμβαίνουν ο ίδιος ο σκηνοθέτης και μέλη της οικογένειάς του, που σχολιάζουν την ιστορία, ιδιαίτερα μια παλιά ταινία της δεκαετίας του ’60 (σκηνοθετημένη από τον παππού του Χαγκίγκι), που αναφέρεται στα γεγονότα της τότε περιόδου. Ευτυχώς, οι διάφορές παρεκτροπές δεν μπερδεύουν το θεατή αλλά ενώνονται αρμονικά για να μας προσφέρουν μιαν άλλη, το ίδιο συναρπαστική (ταυτόχρονα απολαυστική) εικόνα της σύγχρονης ιρανικής κοινωνίας.

*** Το δίχτυ

The Net/Geumul. Νότια Κορέα, 2016. Σκηνοθεσία-σενάριο: Κιμ Κι-Ντουκ. Ηθοποιοί: Παρκ Τζι-Ιλ, Ρίο Σένγκ-Μπουμ, Τζένγκις Χα-Νταμ, Σιουνγκ Χιουν-Α. 115′

Οι πολιτικές υποψίες που μπορεί ακόμη και να καταστρέψουν ζωές και οικογένειες είναι στο επίκεντρο της νέας ταινίας του Κιμ Κι-Ντουκ. Πρωταγωνιστής του είναι ένας απλός ψαράς από τη Βόρειο Κορέα που, ενώ ψαρεύει κοντά στα σύνορα με τη Νότιο Κορέα, εξαιτίας ενός μηχανικού λάθους (το δίχτυ του μπερδεύεται στη μηχανή του σκάφους του), παρασύρεται από το κύμα και βρίσκεται άθελα του στην «άλλη» πλευρά, εκείνη της Νότιας Κορέας. Η παρουσία του θα αντιμετωπιστεί με υποψία, θα θεωρηθεί κατάσκοπος, θα ανακριθεί, θα κακοποιηθεί (κάποια στιγμή, μάλιστα, θα του ζητήσουν να αποσκιρτήσει , εκείνο όμως θα παραμείνει πιστός στη χώρα του). Αν και, μια περίπου παρόμοια αντιμετώπιση θα έχει και με την επιστροφή του στη δίκη του πλευρά.

Σαν ένα είδος «συνέχειας» στην «Ακτοφυλακή» (2002) του, ο γνωστός μας από πολλές εξαιρετικές ταινίες του, Κορεάτης σκηνοθέτης («Νησί», «Bad Guy», «Pieta») μας δίνει μιαν άλλη, ζοφερή εικόνα της ζωής στις δυο αυτές, διαμετρικά αντίθετες, πλευρές της χώρας του (ο ίδιος ο Κι-Ντουκ είναι υπεύθυνος και για τη  φωτογραφία της ταινίας): από τη μια, εκείνη της καπιταλιστικής, νεοφιλελεύθερης κοινωνίας της Νότιας Κορέας, και από την άλλη, εκείνη του σοσιαλιστικού, καταπιεστικού καθεστώτος της Βόρειας Κορέας.

Δυο κοινωνίες με παρόμοια προβλήματα: διαφθορά, υποκρισία και καταπίεση (με διαφορετικούς τρόπους στην κάθε περίπτωση) και έλλειψη ανθρωπισμού, που αντανακλούνται με τον πιο φρικτό και απάνθρωπο τρόπο στο δράμα που περνά ο κακομοίρης ψαράς του, ο οποίος το μόνο που ζητά είναι να επιστρέψει στην οικογένειά του και το καθεστώς στο οποίο πίστευε. Το ενδιαφέρον με τον Κι-Ντουκ είναι πως τελικά δεν παίρνει καμία θέση. Αντίθετα, αφήνει τον θεατή να αποφασίσει πού αξίζει να ζει ο απλός πολίτης όταν στην πραγματικότητα είναι σκλάβος και στο δυο πλευρές: σκλάβος ενός εξοντωτικού καπιταλιστικού συστήματος και σκλάβος ενός αυταρχικού καθεστώτος.

 

*** Δυο καρδιές

Reparer les vivants. Γαλλία, 2016. Σκηνοθεσία: Κατέλ Γκιγιεβερέ. Σενάριο: Κατέλ Γκιγιεβερέ, Ζιλ Τοράν. Ηθοποιοί: Ταχάρ Ραχίμ, Εμανουέλ Σενιέ, Αν Ντορβάλ. 103′

Ο θάνατος αλλά και ο αγώνας και η δύναμη για ζωή είναι τα θέματα της όμορφης αυτής, συγκινητικής, τρίτης ταινίας της Κατέλ Γκιγιεβερέ (ανάμεσά τους και η πολύ καλή «Suzanne») βασισμένης στο μυθιστόρημα της Μαϊλίς Ντε Γκερανγκάλ. Η ταινία αρχίζει με μερικά εξαιρετικές, όμορφα πλάνα τριών νεαρών σέρφερ να πλησιάζουν και να μπαίνουν στην πανέμορφη, κρύα θάλασσα.

Μια ανέμελη, διασκεδαστική εκδρομή που, λίγο μετά, θα έχει τραγική κατάληξη, όταν ο ένας από τους νεαρούς σέρφερ, ο Σιμόν, ύστερα από το τραγικό δυστύχημα, θα βρεθεί σε κώμα στο νοσοκομείο. Παράλληλα, και με την εξαίσια, υποβλητική μουσική του ελληνικής καταγωγής Γάλλου συνθέτη Αλεξάντρ Ντεπλά, με τους απελπισμένους, αποξενωμένους γονείς του, που μαζεύονται γύρω του, αμήχανοι μπροστά  στη συμφορά που τους βρήκε, παρακολουθούμε μιαν άλλη ιστορία: εκείνη μιας γυναίκας μουσικού και των δυο τινέιτζερ γιών της, που περιμένουν, σε ένα διαμέρισμα απέναντι από το ξενοδοχείο, την είδηση για δότη καρδιάς που θα σώσει τη μητέρα.

Δυο ιστορίες σίγουρα συγκινητικές» με τη σκηνοθέτρια να τις προσεγγίζει με ένα αργό (ποτέ όμως κουραστικό) ρυθμό, με απλότητα, με ειλικρίνεια, χωρίς ψευτο – συναισθηματισμούς, αποφεύγοντας τα κλισέ, για να καταγράψει,  με την παραμικρή λεπτομέρεια, τις σχέσεις, τις αντιδράσεις, το άγχος της αναμονής, τις προετοιμασίες για τη μεταμόσχευση και το διαρκή, έντονο αγώνα για επιβίωση (θα μπορέσει ποτέ να βγει από το κώμα ο νεαρός σέρφερ ή θα παραμείνει «φυτό»; θα πετύχει η μεταμόσχευση καρδιάς στη γυναίκα, όταν τελικά βρεθεί ο δότης;), και τελικά το αγχωτικό παιχνίδι το χρόνο. Με εξαιρετικές ερμηνείες από ένα λαμπρό καστ.