ΝΕΕΣ ΤΑΙΝΙΕΣ

Ζαν-Λικ Γκοντάρ, ο ποιητής της εικόνας – η οδύσσεια ενός Παλαιστίνιου στο «τείχος» της Δυτικής Όχθης

Κριτική: Νίνος Φένεκ Μικελίδης

**** Το βιβλίο της εικόνας

Le livre d’image. Ελβετία/Γαλλία, 2018. Σκηνοθεσία-σενάριο-μοντάζ: Ζαν-Λικ Γκοντάρ. Αφηγητής: Ζαν-Λικ Γκοντάρ. 88΄

Τις ταινίες του Ζαν-Λικ Γκοντάρ, ιδιαίτερα αυτές των τελευταίων χρόνων, είτε κάθεσαι στη θέση σου και τις απολαμβάνεις είτε εξοργίζεσαι και φεύγεις από την αίθουσα. Αρκετοί πρέπει να πω, από τους δημοσιογράφους, που στάθηκαν για ώρα στην ουρά για να βρουν θέση στις τρεις υπερπλήρεις προβολές που έγιναν στο φεστιβάλ των Κανών του 2018, όπου πρωτοπροβλήθηκε η ταινία, σηκώθηκαν, μάλιστα, πολύ νωρίς και βγήκαν από την αίθουσα, αρνούμενοι να δεχτούν τους πειραματισμούς του «τρομερού παιδιού» («παππού» τον αποκαλούν σήμερα μερικοί) της γαλλικής νουβέλ βαγκ, όπως τις παρουσιάζει στη νέα του, απολαυστική όπως πάντα, ταινία του, «Το βιβλίο της εικόνας» (Le livre d’image).

Η «πειραματική» αυτή στάση του Γκοντάρ δεν είναι κάτι το πρόσφατο αλλά κάτι που όλοι περιμένουμε από την εποχή που ο 91χρονος σήμερα σκηνοθέτης μας έδωσε τις αποκαλυπτικές «Ιστορίες του σινεμά» (1989-99), για να συνεχίσει με ταινίες όπως η «Ελεγεία του έρωτα» και «Η μουσική μας», και φτάνοντας ως τις πιο πρόσφατες ταινίες του, «Φιλμ σοσιαλισμός» και «Αντίο γλώσσα» (2014).

Προσωπικά βρίσκω την ταινία του να αποτελεί την άλλη όψη της εμβληματικής, με ειρωνικό τίτλο της γυρισμένης το 1972 ταινίας του, «Tout va bien» (δηλαδή πως «όλα πάνε καλά»), όπου τίποτα δεν πήγαινε καλά, γύρω από ένα διάσημο ζευγάρι (εκείνος κινηματογραφιστής, εκείνη Αμερικανίδα δημοσιογράφος), που επισκέπτονταν ένα εργοστάσιο και μιλήσουν με τους σε απεργία εργάτες, ταινία που σχολίαζε τα επακόλουθα του Μάη του ’68 και το μέλλον της Γαλλίας καθώς και γενικότερα της ανθρωπότητας.

Ο Τζίγκα Βέρτοβ δεν βρισκόταν μακριά από την προσέγγιση αυτή του Γκοντάρ σ’ εκείνη την (εμπορικά δυστυχώς αποτυχημένη, παρά την παρουσία της Τζέιν Φόντα και του Ιβ Μοντάν) ταινία και είναι και πάλι στον Βέρτοβ (και όχι μόνο) που παραπέμπει και η νέα του αυτή ταινία, τη φορά αυτή χωρίς ηθοποιούς αλλά απλά με εικόνες, για να μας πει, για μια ακόμη φορά και με ένα ακόμη πιο προκλητικό τρόπο, πως «Rien va bien» («τίποτα δεν πάει καλά»).

Εικόνες κατακερματισμένες, διαστρεβλωμένες, χρωματισμένες, με το κόκκινο να κυριαρχεί, εικόνες από ταινίες, με το φιλμ να ξετυλίγεται, εικόνες από τηλεοπτικά επίκαιρα και βίντεο, από σχέδια, να συνοδεύονται από διάφορες κερματισμένες αφηγήσεις, συχνά με τον ίδιο τον Γκοντάρ να αφηγείται αποσπασματικά, με μια συρτή φωνή που μοιάζει να βγαίνει από τον τάφο (ίσως κάποιας ταινίας του Ρότζερ Κόρμαν). Εικόνες που μας μιλάνε γι’ αυτό που πάντα τον ενδιέφερε κι εξακολουθεί να τον ενδιαφέρει: την κατάσταση στον πλανήτη μας και το πώς αυτό αποτυπώθηκε και μας στοιχειώνει μέσα από τις κινηματογραφικές εικόνες.

Η σημερινή πολιτική κατάσταση, τα ριμέικ (με ειρωνική αναφορά), η κατάσταση στη Μέση Ανατολή και ειδικότερα στα αραβικά κράτη («Η χαρούμενη Αραβία» είναι ο τίτλος ενός κεφαλαίου, αναφορά σε βιβλίο του Αλέξανδρου Δουμά) και η αδυναμία της Δύσης να καταλάβει το πνεύμα και τον πολιτισμό τους, όλα περνάνε μέσα από ατέλειωτα πλάνα, τα περισσότερα από ταινίες κλασικές και όχι μόνο, ταινίες που αγαπά ο σκηνοθέτης.

Από την «Απεργία» και τον «Ιβάν τον τρομερό» του Αϊζενστάιν, τις ταινίες του Ντζίγκα Βέρτοβ και του Ντοβζένκο μέχρι το «Vertigo» του Χίτσκοκ, τον «Πολίτη Κέιν» του Όρσον Γουέλς, τις ταινίες του Παραντζάνοφ («Το χρώμα του ροδιού»), του Μούρναου («Ο τελευταίος των ανθρώπων»), του Παζολίνι («Σαλό»), του Φριτς Λανγκ («Μητρόπολις»), του Ζαν Κοκτό («Το αίμα του ποιητή»), του Μπάστερ Κίτον («Ο στρατηγός»), του Ζαν Βιγκό («Aταλάντη»), του Τζον Φορντ («Ο νεαρός κύριος Λίνκολν» και «Τα σταφύλια της οργής»), του Μαξ Οφίλς (Le Plaisir»), του Νίκολας Ρέι («Τζόνι Γκιτάρ»), του Κινγκ Βίντορ («Ruby Gentry»), του Ρομπέρ Μπρεσόν («Η δίκη της Ζαν Ντ’ Αρκ»), του Κέντζι Μιζογκούτσι, του Λουίς Μπουνιουέλ («Χρυσή εποχή»), κ.ά.

Μια παρέλαση ταινιών που είναι ταυτόχρονα και η ίδια η ιστορία του κινηματογράφου. Μέσα από πλάνα που δεν προφτάνεις να απολαύσεις (και να ξεδιαλύνεις), σε ένα είδος εικαστικής διάρροιας που σε προκαλεί, σε βάζει σε διαλογισμό με τον εαυτό σου και που σου ανατρέπει την ιδέα που είχες για τον κινηματογράφο. Αυτό που προσπαθούσε από την πρώτη κιόλας ταινία του να κάνει ο πάντα νέος αυτός «παππούς» που λέγεται Ζαν-Λικ Γκοντάρ. Καταφέρνοντας ταυτόχρονα να σε συναρπάζει!

**** 200 μέτρα

200 meters. Παλαιστίνη/Ιορδανία/Καντάρ/Ιταλία/Σουηδία, 2020. Σκηνοθεσία-σενάριο: Αμίν Ναϊφέχ. Ηθοποιοί: Αλί Σουλιμάν, Άντα Ούντερμπέργκερ, Λάνα Ζρέικ. 96΄

Τη μικρή οδύσσεια ενός Παλαιστίνιου αφηγείται στη, δοσμένη με φρεσκάδα, ζεστασιά, συγκίνηση και χιούμορ, πρώτη του ταινία, «200 μέτρα», ο Αμίν Ναϊφέχ, που πρωτοπροβλήθηκε στις «Μέρες των Δημιουργών» του φεστιβάλ Βενετίας 2020 κερδίζοντας το Βραβείο Κοινού. Ο ήρωάς του, ο Μουστάφα, και η γυναίκα του Σάλβα, ζουν 200 μέτρα μακριά ο ένας από τον άλλο σ’ ένα χωριό της Δυτικής Όχθης, όπου, όπως και σε πολλά άλλα, είναι χωρισμένα εξαιτίας του τείχους που έχει φτιάξει ανάμεσά τους το Ισραήλ.

Μια μέρα τον ειδοποιούν πως ο γιος του βρίσκεται στο νοσοκομείο. Ο Μουστάφα (με τον Αλί Σουλιμάν να τονίζει την ειλικρινή, ευγενική πλευρά του χαρακτήρα του) τρέχει να διασχίσει το τείχος, αυτό που διασχίζει κάθε μέρα για να πάει στην οικοδομή όπου εργάζεται, τη φορά όμως αυτή, εξαιτίας κάποιου απίθανου τεχνικού όρου, του απαγορεύουν να περάσει στην απέναντι πλευρά. Έτσι, για να μπορέσει να φτάσει στο νοσοκομείο, αναγκάζεται να επιλέξει μια άλλη, σε απόσταση αρκετών δεκάδων χιλιομέτρων, παράνομη τη φορά αυτή διαδρομή, κρυμμένος στο φορτηγάκι ενός λαθρέμπορου, για να φτάσει στον προορισμό του, να δει και να βοηθήσει το γιο του.

Ο πρωτοεμφανιζόμενος σκηνοθέτης έφτιαξε ένα ωραίο ρόουντ-μούβι, μ’ ένα στιλ που αγγίζει τα όρια του ντοκιμαντέρ, διανθισμένο με (συχνά μαύρο) χιούμορ, με τον απλό ήρωά του να συναντά διάφορα πρόσωπα στο μικρό λεωφορείο όπου ταξιδεύει, πρόσωπα που μέσα από τους καθημερινούς, με μια γεύση αυθεντικότητας, διαλόγους τους, διαπερνάει και μια εικόνα της κοινωνικής και πολιτικής ζωής, σ’ ένα τόπο όπου οι άνθρωποι είναι αναγκασμένοι να ζουν σαν φυλακισμένοι, να αντιμετωπίζουν την απίθανη γραφειοκρατία ενός κράτους που τους αντιμετωπίζει ως πολίτες δεύτερης κατηγορίας, να ελέγχονται συνεχώς και να αναγκάζονται να σκαρφίζονται διάφορους τρόπους για να μπορούν να επιβιώσουν και να ζήσουν σαν αξιοπρεπή ανθρώπινα όντα.

*** Συνέβη στο Σόχο

Last Night In Soho. Βρετανία, 2021. Σκηνοθεσία: Έντγκαρ Ράιτ. Σενάριο: Έντγκαρ Ράιτ, Κρίστι Γουίλσον-Κερνς. Ηθοποιοί: Τομασίν Μακένζι, Άνια Τέιλορ-Τζόι, Ματ Σμιθ, Νταϊάνα Ριγκ, Ρίτα Τάσιγχαμ, Τέρενς Σταμπ. 116΄

Με την ταινία «Συνέβη στο Σόχο» ο Έντγκαρ Ράιτ, σκηνοθέτης του «Shaun of the dead», επιστρέφει στην ταινία τρόμου για να προσφέρει ένα με σωστή ατμόσφαιρα και ωραίο ρυθμό φιλμ, που δείχνει πως ο σκηνοθέτης της μπορεί να δώσει νέα φρεσκάδα στο είδος. Πρωταγωνίστρια είναι η Ελοϊζ, μια νεαρή επαρχιώτισσα, ξετρελαμένη με το Λονδίνο της δεκαετίας του ‘60, που, με τις ευλογίες της γιαγιάς της (ωραία επιστροφή της Ρίτα Τάσιγχαμ), φτάνει στο Λονδίνο για να σπουδάσει μόδα.

Αφού ζήσει για ένα μικρό διάστημα στο οικοτροφείο του Κολεγίου, η Ελοϊζ μετακομίζει σε δικό της δωμάτιο στο σπίτι μιας ηλικιωμένης γυναίκας (η Νταϊάν Ριγκ στον τελευταίο της ρόλο), όπου, σε διάφορα όνειρα (που σταδιακά μετατρέπονται σε εφιάλτες) αρχίζει να βλέπει το φανταστικό πρόσωπο της Σάντι, ενός κοριτσιού του Λονδίνου της δεκαετίας του ‘60, που της μοιάζει και που την ακολουθεί όπου πηγαίνει και που μαζί της θα έχει διάφορες φανταστικές περιπέτειες. Η παρουσία της Σάντι αλλά και του προσώπου της νεκρής μητέρας της Ελοϊζ μας αποκαλύπτουν την ιστορία σχιζοφρένειας που υπάρχει στην οικογένεια της Ελοϊζ.

Στοιχεία που ο Ράις, με ένα σφιχτοδεμένο σενάριο, με ωραία, με εξαιρετική χρήση των χρωμάτων, πλάνα (με το κόκκινο να κυριαρχεί), με την κατάλληλη ατμοσφαιρική μουσική και με τραγούδια των sixties, που τονίζουν την εμμονή της ηρωίδας του με την τότε εποχή (στα πρώτα πλάνα που την βλέπουμε, ακούμε παρόμοια τραγούδια, ενώ το δωμάτιο της είναι γεμάτο με δίσκους vinyl τραγουδιών της εποχής), με γρήγορο ξέφρενο συχνά ρυθμό, και με δυο πολύ ωραίες ερμηνείες από το δίδυμο Άνια Τέιλορ-Τζόι (Σάντι) και Τομασίν Μακένζι (Ελοϊζ), χρησιμοποιεί πάντα με εξαιρετική φροντίδα και γνώση για να φτιάξει την ταινία του. Στους παλιούς ηθοποιούς που κάνουν την εμφάνιση τους στην ταινία, αξίζει να αναφέρω κι εκείνη του Τέρενς Σταμπ στο ρόλο ενός παράξενου ηλικιωμένου άντρα που περιφέρεται μυστηριωδώς στο Σόχο.

*** ½ – Το ταξίδι

Charter. Σουηδία/Νορβηγία/Δανία, 2020. Σκηνοθεσία-σενάριο: Αμάντα Κέρνελ. Ηθοποιοί: Άνε Ντάλ Τορπ, Σβέριρ Γκούντνασον, Τρόι Λούντκβιστ. 94΄

Ο χωρισμός, η επιθυμία να ξαναδεί αλλά και να προστατεύσει τα παιδιά της, οι αμφιβολίες αν ο σύζυγος κακοποιεί τα παιδιά και το αδιόρατο μέλλον μιας μοναχικής ζωής, είναι τα προβλήματα που κατατρέχουν τη βασανισμένη ηρωίδα της ταινίας «Το ταξίδι» της Αμάντα Κέρνελ (πρόταση της Σουηδίας για το ξενόγλωσσο Όσκαρ).

Αν και σε αναμονή για την απόφαση του δικαστηρίου σχετικά με την κηδεμονία των δυο παιδιών της, η διαζευγμένη Άλις, ύστερα από ένα αγωνιώδες τηλεφώνημα του μικρού της γιου, αποφασίζει να απαγάγει τα δυο παιδιά της και να ξεκινήσει σ’ ένα σύντομο ταξίδι στις Κανάριες Νήσους. Ταξίδι μιας τελευταίας (;) επαφής με τα παιδιά και τη μητρική θαλπωρή που θέλει να τους μεταγγίσει, ταξίδι ταυτόχρονα πικρής αναγνώρισης και αποχαιρετισμού.

Η Άλις του πικρόγλυκου, σπαραχτικού αυτού ταξιδιού δεν είναι μια συνηθισμένη γυναίκα. Είναι γυναίκα απρόβλεπτη, με πολλά ψυχολογικά προβλήματα (η ξαφνική αλλαγή στη ζωή της και ο φόβος για ένα ακαθόριστο μέλλον), με μια εχθρική απέναντί της στάση τόσο από τους κατοίκους της μικρής σουηδικής πόλης όπου ζει όσο και από τους γονείς του πρώην συζύγου, που η σκηνοθέτρια εκμεταλλεύεται για να δημιουργήσει την ατμόσφαιρα άγχους και θλίψης που κατατρέχουν την ηρωίδα της (όλη η ταινία είναι δοσμένη από την πλευρά της Άλις) και να αναπτύξει την παγιδευμένη σε ένα φαύλο κύκλο προσωπικότητά της. Εναλλάσσοντας, μέσα από όμορφα εικαστικά πλάνα, τα χιονισμένα, καταθλιπτικά τοπία της σουηδικής επαρχίας με τα φωτεινά, χαρούμενα τοπία των Κανάριων Νήσων, για να σχολιάσει ή και να αντιπαραθέσει τη ψυχολογική κατάσταση της Άλις, με την Άνε Νταλ Τορπ να δίνει μια όλο δύναμη, με λεπτές αποχρώσεις, ερμηνεία.

*** Ερμιτάζ, η δύναμη της τέχνης

Hermitage, the Power of Art/Ermitage, Il potere dell’arte. Ιταλία, 2019. Σκηνοθεσία: Μικέλε Μάλι. Σενάριο: Ντίντι Νόκι, Τζιοβάνι Πισκάλια. Ηθοποιοί: Τόνι Σερβίλο. 90΄

Με αφορμή τον εικαστικό και άλλο πλούτο του Ερμιτάζ, ο σκηνοθέτης βρίσκει την ευκαιρία να μας κάνει ένα ταξίδι τόσο μέσα από την ιστορία του Χειμερινού Παλατιού των Τσάρων και των χώρων του Ερμιτάζ με τους πολύτιμους θησαυρούς του, όσο και μέσα από την ιστορία της ίδιας της Αγίας Πετρούπολης από την ίδρυσή της, το 1703, περνώντας από την Οχτωβριανή Επανάσταση και την πολιορκία της στην περίοδο του Β’ Παγκόσμιου Πολέμου και φτάνοντας ως τις μέρες μας. Ταξίδι που αποκτά μια ακόμη διάσταση με την παρουσία του διάσημου Ιταλού ηθοποιού Τόνι Σερβίλο, που περιφέρεται μαζί μας στους δαιδαλώδεις διαδρόμους του Ερμιτάζ.

Ταξίδι που στόχος του δεν είναι να καλύψει όλα τα εκθέματα αλλά να σε κάνει να αισθανθείς την πραγματική ουσία πίσω από εκείνα που ο σκηνοθέτης επιλέγει, να ανακαλύψεις την ιστορία πίσω τους και να αισθανθείς τη ζωντανή ύπαρξη ενός χώρου που εκπροσωπεί εκατοντάδες χρόνια από την πολιτιστική ιστορία όχι μόνο της Ρωσίας αλλά και όλου του Δυτικού πολιτισμού. Ένα ξεχωριστό ντοκιμαντνέρ που βλέπεται χωρίς ούτε δευτερόλεπτο να σε κουράζει, σε ένα μοναδικό κτίριο όπου «ο χρόνος και ο χώρος χάνονται», όπως πολύ σωστά αναφέρει σε κάποια στιγμή η αφήγηση.

** ½ – Τσαρλατάνος

Charlatan. Τσεχία/Πολωνία/Ιρλανδία/Σλοβακία, 2020. Σκηνοθεσία: Ανιέσκα Χόλαντ. Σενάριο: Μάρεκ ΈπσταΪν. Ηθοποιοί: Ιβάν Τρόγιαν, Γιόζεφ Τρόγιαν, Γιουράι Λοι. 118΄

Μπορεί ο τίτλος της ταινίας να τον χαρακτηρίζει τσαρλατάνο, ο Γιάν Μικολάσεκ, όμως, ο Τσέχος «ήρωας» της ομότιτλης ταινίας της Πολωνής σκηνοθέτριας Ανιέσκα Χόλαντ («Ο μυστικός κήπος», «Καταραμένη σχέση», «Ο κύριος Τζόουνς»), δεν παρουσιάζεται ως τσαρλατάνος αλλά ως ένας αντικομφορμιστής βοτανολόγος θεραπευτής, που στη διάρκεια του β´ παγκόσμιου πολέμου και στα πρώτα χρόνια του κομουνιστικού καθεστώτος της τότε Τσεχοσλοβακίας, βοηθούσε τους ασθενείς, τόσο εκείνους στις ατέλειωτες ουρές των ανώνυμων ασθενών του όσο και μέλη των ναζί και αργότερα, στη διάρκεια του κομουνιστικού καθεστώτος, τον πανίσχυρο πρόεδρο της χώρας, Αντονίν Ζαπατότσκι.

Μέσα από την ιστορία του Μικολάσεκ, που παρακολουθούμε από φλας-μπακ που φτάνουν ως την εφηβική ηλικία του, καθώς και σκηνές από την περίοδο του πολέμου και τη δύναμη που αυτός απέκτησε, αργότερα, στην περίοδο της προεδρίας του Ζαπατότσκι, η Χόλαντ θέλησε να δώσει μια ακόμη εικόνα της απάνθρωπης, συχνά βίαιης, αντιμετώπισης αντικομφορμιστών και αντιφρονούντων των καταπιεστικών καθεστώτων (συχνά με σκηνές δυστυχώς υπερβολικά σχηματικές), είτε στη διάρκεια της ναζιστικής κατοχής, είτε στην περίοδο των ελεγχόμενων από τη Σοβιετική Ένωση κρατών της τότε Ανατολικής Ευρώπης, ιδιαίτερα στο δεύτερο μέρος της ταινίας της, που το αφιερώνει στη δίκη του «τσαρλατάνου», με την κατηγορία της δηλητηρίασης δυο ισχυρών αξιωματούχων του κόμματος.

Μέσα από αυτό το πορτρέτο, εκείνο που, βασικά, φαίνεται να ενδιαφέρει την Χόλαντ είναι να διεισδύσει στη «ψυχή» του Μικολάσεκ για να ανακαλύψει τους λόγους που τον έκαναν να συνεργαστεί τόσο με τους ναζί όσο και με το κομουνιστικό καθεστώς, εκμεταλλευόμενος τις θεραπευτικές του ικανότητες (για να επιβιώσει ή μήπως για κάτι πιο σκοτεινό;) αφήνοντας τα συμπεράσματα στο θεατή.