ΝΕΕΣ ΤΑΙΝΙΕΣ

Από τον αστραφτερό, δολοφονικό κόσμο μιας δυναστείας μόδας στα διάφορα δράματα της σύγχρονης ελληνικής κοινωνίας

Του Νίνου Φένεκ Μικελίδη

** Ο οίκος Gucci

The House of Gucci. Καναδάς/ΗΠΑ, 2021. Σκηνοθεσία: Ρίντλεϊ Σκοτ. Σενάριο: Μπέκι Τζόνστον, Ρομπέρτο Μπεντιβένια. Ηθοποιοί: Λαίδη Γκάγκα, Άνταμ Ντράιβερ, Αλ Πατσίνο, Τζέρεμι Άιρονς, Τζάρεντ Λέτο, Σέλμα Χάγιεκ, Τζακ Χιούστον. 157΄

Τα πιο συχνά λάθη με τις κινηματογραφικές βιογραφίες ή δυναστείες βρίσκεται στην έλλειψη εμβάθυνσης στους χαρακτήρες ή τα κίνητρα που τους κάνουν να είναι αυτοί που είναι. Λάθος βασικό και στο σχεδόν τρίωρο αυτό μελόδραμα του Ρίντλεϊ Σκοτ γύρω από την άνοδο και τη πτώση, μαζί και τη δολοφονία, του Μαουρίτσιο Γκούτσι.

Η ιστορία αρχίζει με τη γνωριμία του φοιτητή τότε της νομικής Μαουρίτσιο (μια συγκρατημένη, ελεγμένη μέχρι την παραμικρή λεπτομέρεια, ερμηνεία από τον Άνταμ Ντράιβερ) με την Πατρίτσια Ρετζιάνι, φιλόδοξη διευθύντρια στο γραφείο της «επιχείρησης μεταφορών» της μάλλον μαφιόζικης οικογένειάς της.

Από την πρώτη κιόλας συνάντησή τους μπαίνει το θέμα της απληστίας και της αναζήτησης ελέγχου, μέσα από τις σπίθες που βλέπουμε να βγάζουν τα πεινασμένα, άπληστα για χρήμα και εξουσία, μάτια της Πατρίτσια. Σπίθες που δεν σταματούν να βγάζουν σε όλη τη διάρκεια της ταινίας τα μάτια της Λαίδης Γκάγκα στην επίπεδη ερμηνεία της σέξι, «μαύρης χήρας» (παρωδία ανάμεσα στη «στρίγγλα» της Ελιζαμπεθ Τέιλορ και τις πρώτες ταινίες της Κλαούντια Καρντινάλε) που, σε συνεργασία με το μέντιουμ της Σέλμα Χάγιεκ, θα διοργανώσει τη βίαιη δολοφονία του συζύγου.

Η ιστορία αρχίζει ακριβώς μερικά λεπτά πριν από τη δολοφονία του Μαουρίτσιο στο Μιλάνο, στις 27 Μαρτίου 1995, για να μας πάει, αμέσως μετά, πίσω στις αρχές της δεκαετίας του ’70, και τη γνωριμία του συμπαθητικού αλλά αδέξιου και αφελή νεαρού Μαουρίτσιο με την Πατρίτσια, στη διάρκεια ενός πάρτι όπου αυτή τον παρεξηγεί για σερβιτόρο, και είναι ακριβώς μόλις ακούει το όνομα Γκούτσι που τα μάτια της παίρνουν φωτιά και βάζει μπροστά το σατανικό της σχέδιο να τον παρασύρει στα δίχτυα της και να βάλει χέρι στο όνομα και την περιουσία των Γκούτσι.

Ο καλός τεχνίτης, και ενδιάμεσα, όπως μας είχε αποκαλύψει αρκετές φορές στο παρελθόν, εμπνευσμένος («Οι μονομάχοι», «Άλιεν, ο επιβάτης του διαστήματος», «Μπλέιντ Ράινερ», «Θέλμα και Λουίζ», «Όλα τα λεφτά του κόσμου») σκηνοθέτης, Ρίντλεϊ Σκοτ, ακολουθεί την πορεία ενός μπερδεμένου, ελλειπτικού εκεί που δεν χρειαζόταν, χωρίς στην πραγματικότητα ουσιαστική ουσία, σεναρίου που έγραψαν οι Μπέκι Τζόνστον και Ρομπέρτο Μπεντιβένια (με βάση το βιβλίο της Σάρα Γκέι Φόρντεν), για να καταγράψει την ιστορία του Οίκου Γκούτσι, χωρίς όμως την προσπάθεια ανάπτυξης των λόγων και ιδιαίτερα των συναισθημάτων, που οδηγούν τα πρόσωπα στη συγκεκριμένη συμπεριφορά και τις κυνικές, συχνά εγκληματικές, πράξεις τους.

Στην άσκοπα περίπλοκη αυτή πορεία τριών δεκαετιών παρακολουθούμε το γάμο του ζευγαριού, παρά την αρχική αντίδραση του ιδρυτή και «άρχοντα» του Οίκου, Ροντόλφο Γκούτσι (με τον πάντα πολύ καλό Τζέρεμι Άιρονς να αγγίζει συχνά τα όρια της παρωδίας με την ερμηνεία του αυτή), προσώπου που αναγνωρίζει από την πρώτη στιγμή τα φιλόδοξα σχέδια της Πατρίτσια και αποπειράται μάταια να εναντιωθεί, τις προσπάθειες του Μαουρίτσιο να περιοριστεί σε απλό εργάτη στον φτωχικό «οίκο» της μαφιόζικης οικογένειας της Πατρίτσια πριν τελικά αποφασίσει – σπρωγμένος από τη φιλόδοξη σύζυγο – να επιστρέψει στην οικογενειακή επιχείρηση.

Mε τη βοήθεια και τη συμπαράσταση που προσφέρει στο ζευγάρι ο Άλντο (ένας αγνώριστος Αλ Πατσίνο), αδελφός και συνεταίρος του Ροντόλφο στην επιχείρηση των Γκούτσι, υπεύθυνος της νεοϋρκεζικης πλευράς του Οίκου, τις αψυχολόγητες, σεναριακές αλλαγές στους χαρακτήρες των δυο βασικών προσώπων (Μαουρίτσιο και Πατρίτσια), τις παρεμβάσεις του Πάολο, του ηλίθιου, ατάλαντου γιου του Άλντο (με τον επίσης άγνωστο, χάρη στις εκπληκτικές προσθετικές αλλαγές, Τζάρετ Λέτο, να δίνει μια από τις λιγοστές καλές ερμηνείες της ταινίας), το παιχνίδι του οπορτουνιστή δικηγόρου της οικογένειας, Ντομένικο Ντε Σόλε (Τζακ Χιούστον) και τις σκευωρίες, αρχικά γελοίες, της Πατρίτσια σε συνεργασία με τη μέντιουμ της Πίνα (μια campy ερμηνεία από την Σέλμα Χάγιεκ), που θα οδηγήσουν τελικά στην οργάνωση και τη δολοφονία του Μαουρίτσιο.

Με πρόσωπα που κινούνται, τσακώνονται, σκευωρούν και διασκεδάζουν σε πολυτελέστατες βίλες, σε Ελβετικές λίμνες και χιονοδρομικά κέντρα, σε αριστοκρατικές σουίτες ξενοδοχείων και πλούσια καταστήματα, φορώντας τα τελευταία ρούχα μόδας, με τα έξοχα κοστούμια της Τζάντι Γέιτς (σίγουρα φαβορί στα επόμενα Όσκαρ) στα εντυπωσιακά ντεκόρ του Άρθουρ Μαξ (αλλο φαβορί των Όσκαρ), με ωραία επιλεγμένη μουσική από Ντέιβιντ Μπόουι μέχρι άριες από όπερες, ο 83χρονος σήμερα Ριντλει Σκοτ κινείται ανάμεσα στο camp και τη σατιρική διάθεση (με συχνές αναφορές στο «Νονό» του Κόπολα).

Αναποφάσιστος προς τα πού να καταλήξει, προσφέροντάς μας τελικά ένα είδος πολυτελούς σαπουνόπερας (στο νου έρχονται τηλεοπτικές παραγωγές όπως εκείνες της «Δυναστείας» ή της πιο πρόσφατης «Succession»), που μοιάζει περισσότερο με τα ευτελή, ψεύτικα Γκούτσι προϊόντα που ανακαλύπτει ξαφνικά σε φτηνά μαγαζιά του Μανχάτταν ο Μαουρίτσιο, με μόνη διαφορά πως εδώ, εκτός από τους καλύτερους τεχνίτες του Χόλιγουντ, ανάμεσά τους και τον εξαιρετικό διευθυντή φωτογραφίας, Ντάριους Βόλσκι, ο Σκοτ είχε για συνεργάτες του και ένα καστ τοπ ηθοποιών, που κάνουν την παρακολούθηση της ταινίας τουλάχιστο διασκεδαστική! Εκτός αν ο Σκοτ ήθελε με την ταινία του να τονίσει (μ’ ένα σατιρικό τρόπο) τα αστραφτερά στολίδια και την όλη λάμψη, μαζί με τα ψέματα και την υποκρισία, μιας «ανώτερης» τάξης που δεν διαφέρει και πολύ από εκείνη, έστω και μαφιόζικη, της φιλόδοξης Πατρίτσια. Κάτι όμως που τελικά παραμένει μια μετέωρη υπόθεση!

** ½ – Πράσινη θάλασσα

Ελλάδα, 2020. Σκηνοθεσία: Αγγελική Αντωνίου. Σενάριο: Αγγελική Αντωνίου, Ευγενία Φακίνου (από το βιβλίο της). Ηθοποιοί: Αγγελική Παπούλια, Γιάννης Τσορτέκης, Τάσος Παλατζίδης, Αναστασία Δένδια, Μελέτης Γεωργιάδης. 94΄

Με μια γυναίκα, την Άννα, να στέκεται αναποφάσιστη σ’ ένα πεζοδρόμιο και στη συνέχεια να περιφέρεται στην περιοχή της αγοράς, χωρίς να ξέρει (ή να ξέρουμε) τι ακριβώς θέλει, αρχίζει η ταινία «Πράσινη θάλασσα» της γνωστής μας τόσο από ταινίες ντοκιμαντέρ όσο και από ταινίες μυθοπλασίας Αγγελικής Αντωνίου («Οι άγνωστοι Αθηναίοι», «Eduart», «Δονούσα»). «Θέλω τη ζωή μου πίσω», θα πει κάποια στιγμή η Άννα (μια πολύ καλή Αγγελική Παπούλια), γυναίκα, όπως μαθαίνουμε, που πάσχει από αμνησία αλλά που δεν έχει ξεχάσει πώς να μαγειρεύει, κάτι που θα τη βοηθήσει να βρει δουλειά στη λαϊκή, παραθαλάσσια ταβέρνα που διευθύνει ο Ρούλα (το ίδιο καλός και ο Γιάννης Τσορτέκης).

Η μαγειρική της θα τραβήξει και θα τη φέρει σ’ επαφή με πελάτες από την περιοχή (οι οποίοι αρχικά κουβαλάνε στο μαγαζί και το δικό τους φαγητό), που, με τα φαγητά της τους φέρνει μνήμες από παλιές οικογενειακές μαγειρικές αλλά και βοηθάνε την ίδια να αποδεχτεί τη νέα της ζωή, τόσο με τον μοναχικό. «χαμένο» στο δικό του, σκοτεινό παρελθόν, Ρούλα, όσο και με τον ηλικιωμένο ζωγράφο που εγκαταλείπει το γηροκομείο για να βρει άσυλο στην ταβέρνα όπου αρχίζει να ζωγραφίζει την εμπνευσμένη από ένα βιβλίο με τον ίδιο τίτλο, «πράσινη θάλασσα».

Η Αντωνίου καταγράφει την ψυχολογική πορεία της ηρωίδας της, με ντοκιμαντεριστική θα έλεγα λεπτομέρεια, με μια κάμερα που επιμένει στα κοντινά πλάνα, εξερευνώντας τις εκφράσεις της πρωταγωνίστριάς της με τις (από ένα σημείο και μετά) αλλαγές που αρχίζουν να δημιουργούν οι επαφές της καθώς και τις διάφορες σχέσεις που αναπτύσσει σταδιακά με τα γύρω πρόσωπα – μαζί κι ένα πελάτη που τη βοηθάει να φτιάξει το τζουκ-μποξ και διάφορα εργαλεία της κουζίνας, αλλά και να περάσει μαζί του ένα σύντομο φλερτ. Επαφές που, μαζί με το βάλσαμο της μαγειρικής, θα τη βοηθήσουν να ξεπεράσει το φράγμα της απελπισίας και της μοναξιάς που της έχει δημιουργήσει η αμνησία και ν’ ανακαλύψει τις αληθινές ανάγκες της και τον πραγματικό της, μακριά από μια ψεύτικη ζωή, εαυτό.

** ½ – Λούγκερ

Luger. Ελλάδα, 2021. Σκηνοθεσία: Κώστας Χαραλάμπους. Σενάριο: Πέννυ Φυλακτάκη, Κώστας Χαραλάμπους. Ηθοποιοί: Τάσος Νούσιας, Ερρίκος Λίτσης, Στεφανία Γουλιώτη, Γιώργος Τσουρής, Έφη Γούση. 127΄

Με μικρά παιδιά να παίζουν καουμπόηδες και Ινδιάνους στην Κρήτη του 1958, και με ένα από αυτά να συνεχίζει να κυνηγάει και να πυροβολεί πουλερικά με αληθινό όπλο (όπως θα μάθουμε αργότερα του πατέρα του) αρχίζει η ταινία «Λούγκερ» του Κώστα Χαραλάμπους («Δεμένη κόκκινη κλωστή»). Για να συνεχιστεί, με ένα από τα παιδιά, τον Κώστα, το παιδί με το όπλο, μεγάλο πια, 25 χρόνια αργότερα, να μεταφέρεται τραυματισμένος στο νοσοκομείο.

Στο νοσοκομείο, ανάμεσα στις «επιθέσεις» ενός διπλανού ασθενή, φαινομενικά αγροίκου τσαγκάρη, και τις αναμνήσεις, σε φλας-μπακ, του Κώστα, γιου του Παύλου Αγγελιδάκη, παρακολουθούμε την πορεία της οικογένειας Αγγελιδάκη, μιας ισχυρής, αυτοδημιούργητης οικογένειας της Κρήτης, που καταπιάστηκε με το εμπόριο πετρελαίου, και που μέσα από αυτή ο σκηνοθέτης δίνει και μια εικόνα της μετά την κατοχή και τον εμφύλιο Ελλάδας που προσπαθεί με διάφορους τρόπους να ορθοποδήσει.

Ξεκινώντας από τα πρώτα, βουτηγμένα στη φτώχια και τη στέρηση που ακολούθησαν μετά την Κατοχή, περνάμε στα χρόνια της ανοικοδόμησης και της οικονομικής ανάπτυξης για να φτάσουμε στον πλήρη εκδημοκρατισμό της δεκαετίας του ’80, στην οποία καταλήγει η ταινία, για να μας δώσει και το παρασκήνιο πίσω από την όλη ανάπτυξη, με τα πολιτικά και οικονομικά παιχνίδια, μαζί και τους κρυφούς έρωτες μελών της, που θα οδηγήσει στην αποξένωση τους, σε σκηνές που θα μπορούσαν, πιστεύω, όπως κι εκείνες του υπερβολικά μελοδραματικού φινάλε, να ειπωθούν σε λιγότερο από τα 127 λεπτά που διαρκεί η ταινία.

Βασικά, Εκείνο που προσπάθησε να κάνει ο Χαραλάμπους είναι να μας δώσει την τοιχογραφία μιας ολόκληρης εποχής, τοιχογραφία που στήνει αρκετά πειστικά, με ωραία ντεκόρ και γενικά μια ρεαλιστική ατμόσφαιρα (στην οποία βοηθά και η ωραία φωτογραφία της Κατερίνας Μαραγκουδάκη), με την υποβλητική μουσική του Κώστα Χαριτάτου, αν και με διαλόγους συχνά τυποποιημένους και παρατραβηγμένους, και με καλύτερες σκηνές εκείνες που εκτυλίσσονται στην Κρήτη του 1958, αντίθετα με τις σύγχρονες σκηνές (όπως εκείνες των ερωτικών σχέσεων των μελών της) που δεν ξεχωρίζουν από πολλές άλλες που βλέπουμε και σε πετυχημένα τηλεοπτικά σίριαλ. Από την ταινία δεν λείπει και η «τρελή» συγγενής, η Ευδοκία, που της δίνεται η ευκαιρία για μια ωραία σκηνή, στο φινάλε της ταινίας.

** Μικρά όμορφα άλογα

Ελλάδα, 2020. Σκηνοθεσία-σενάριο: Μιχάλης Κωνσταντάτος. Ηθοποιοί: Γιώτα Αργυροπούλου, Δημήτρης Λάιος, Αλέξανδρος Καραμούζης. Κατερίνα Διδασκάλου. Δημήτρης Καπετανάκος. 107΄

Τα ψέματα και η ανασφάλεια, το χάσμα που έχει δημιουργηθεί ανάμεσα στις σχέσεις τους, στοιχειώνουν το σε κρίση γάμου ζευγάρι της ταινίας «Μικρά όμορφα άλογα» του Μιχάλη Κωνσταντάτου (Luton). Η Αλίκη και ο Πέτρος φεύγουν, μαζί με το μικρό τους γιο, από μια Αθήνα που δεν έχει να τους προσφέρει τίποτα και αναζητούν τη λύση στην πρόσκαιρη παραμονή σε μια μικρή παραθαλάσσια πόλη, στα σπίτια ξένων που τη φροντίδα τους, όταν οι ιδιοκτήτες λείπουν, έχει αναλάβει ο Πέτρος, με την Αλίκη να φροντίζει άρρωστα ηλικιωμένα άτομα της περιοχής. Λύση όμως πρόσκαιρη που δεν τους εξασφαλίζει τίποτα αλλά και τους οδηγεί σε μια ολοένα και μεγαλύτερη απόσταση μεταξύ τους.

Παρά το ωραίο ξεκίνημα στο πρώτο μέρος, στη συνέχεια, δημιουργείται, δυστυχώς, μια ανισότητα στο ρυθμό, με ορισμένες σκηνές να μη δένουν αρμονικά με τις υπόλοιπες (οι σκηνές με το νεκρό ζώο που χτυπά με το αυτοκίνητο του ο Πέτρος, ή εκείνες, αν και ωραίες, με την Αλίκη να περιφέρεται στο δάσος και να βρίσκεται μπροστά σ’ ένα όμορφο άλογο). Ρυθμό που η ταινία, κάποια στιγμή προς το φινάλε, κατορθώνει να ξαναβρεί, αν και ήδη είναι αργά να σε πείσει να ενδιαφερθείς για τα προβλήματα του ζευγαριού της.

** Ένας ήσυχος άνθρωπος

Ελλάδα, 2020. Σκηνοθεσία: Τάσος Γερακίνης. Σενάριο: Τάσος Γερακίνης, Χρήστος Στρέπκος. Ηθοποιοί: Τάκης Σακελλαρίου, Κατερίνα Παπαναστασίου, Χρήστος Στρέπκος, Γιώργος Σουξές, Νικόλας Κασάπης. 95΄

Ο Μάκης της πρώτης αυτής ταινίας του Τάσου Γερακίνη δεν είναι «Ένας ήσυχος άνθρωπος», όπως τον θέλει ο τίτλος της, αν και πολύ θα το ήθελε. Η απασχόλησή του στη μικρή οινοπαραγωγή που διευθύνει, στο ακριτικό νησί όπου ζει, μαζί με την κόρη του, θα του ήταν αρκετή για να περάσει την υπόλοιπη ζωή του. Βρισκόμαστε όμως σε μια δύσκολη περίοδο οικονομικής κρίσης, που αναγκάζουν τον Μάκη να στραφεί σε τοκογλύφο για να μπορέσει να ξεπεράσει τα δάνεια και τα χρέη του. Και, σαν να μην έφτανε εαυτό, η εμφάνιση ενός καταζητούμενου δραπέτη και η σχέση που αναπτύσσει με τη, βαριεστημένη από τη μίζερη ζωή της στην επαρχία, κόρη του («μου καταστρέφετε τη ζωή… όλοι σας», λέει, αγανακτισμένη, κάποια στιγμή, στον πατέρα της), χειροτερεύουν τα πράγματα και τον οδηγούν σε απρόσμενες και επικίνδυνες λύσεις.

Η οικονομική κρίση, η μίζερη ζωή σε ένα εγκαταλειμμένο στη μοίρα του νησί, και η γενικότερη εικόνα μιας Ελλάδας ανάμεσα στη «σκύλλα και τη χάρυβδη, είναι μερικά από τα θέματα με τα οποία καταπιάνεται στο ψυχολογικό αυτό θρίλερ του ο νέος σκηνοθέτης. Με αρκετή φροντίδα στην όλη καταγραφή, αν και με ένα ελλιπές, με κοινότυπους διαλόγους και χωρίς αρκετά ολοκληρωμένους χαρακτήρες, σενάριο, με ικανοποιητικές αν και άνισες ερμηνείες (μ’ εξαίρεση την εξαιρετική ερμηνεία του Τάκη Σακελλαρίου), με σωστούς ρυθμούς, ιδιαίτερα στο πρώτο μέρος, και μια, όχι και τόσο πετυχημένη στροφή στο γουέστερν στο δεύτερο, ο Γερακίνης έφτιαξε μια ενδιαφέρουσα πρώτη ταινία, δείχνοντας πως με επιμονή, σωστές επιλογές και καλύτερο έλεγχο στα μέσα του, μπορεί να προσφέρει αξιόλογα έργα.