ΝΕΕΣ ΤΑΙΝΙΕΣ

Από την παράξενη τραγουδίστρια της «Ανέτ» του Καράξ στην επιμονή αγωνίστρια της «Λευκής επανάστασης» του Ισλανδού Χακονάρσον

Του Νίνου Φένεκ Μικελίδη

Εξαιρετικά ενδιαφέρουσα η νέα κινηματογραφική βδομάδα, με τρεις νέες ταινίες (ανάμεσα τους και ένα ελληνικό ντοκιμαντέρ), που ξεχωρίζουν από τις υπόλοιπες, καθώς και τρεις κλασικές σήμερα επαναλήψεις: «Μια γυναίκα εξομολογείται» του Τζον Κασσαβέτη, με μια εξαιρετική Τζίνα Ρόουλαντς, «Το τελευταίο ατού» του Μπίλι Γουάιλντερ, με θαυμάσια ερμηνεία από τον Κερκ Ντάγκλας και «Τρία χρώματα: η μπλε ταινία» του Κριστόφ Κισλόφσκι, με μια θαυμάσια Ζιλιέτ Μπινός.

** ½ -/Ανέτ

Annette. Γαλλία, 2021. Σκηνοθεσία: Λεός Καράξ. Σενάριο: Ρον Μαέλ, Ράσελ Μαέλ. Ηθοποιοί: Άνταμ Ντράιβερ, Μαριόν Κοτιγιάρ, Σιμόν Χελμπέργκ, Ανζέλ. 141´

Η ταινία του Λεός Καράξ συνδυάζει το μιούζικαλ (οι διάλογοι της μισής τουλάχιστον είναι σε τραγούδι) με το (μελό)δράμα, με τον σκηνοθέτη του «Holy Motors» να συνδυάζει το παράλογο και το φαντεζίστικο στοιχείο με την πολύ ωραία, εκκωφαντική μουσική των αδερφών Ρον και Ράσελ Μαέλ (βραβείο σάουντρακ στο φεστιβάλ των Κανών) του γνωστού συγκροτήματος Σπαρκς, για να αφηγηθεί την ιστορία του παράξενου ζευγαριού των πρωταγωνιστών του: ενός stand-up comedian (Άνταμ Ντράιβερ) και της τραγουδίστριας όπερας γυναίκας του (Μαριόν Κοτιγιάρ).

Μια σχέση έρωτα αλλά και ζήλειας, όπου το παιχνίδι εξουσίας, από την πλευρά του συζύγου, που παρά το γέλιο που πετυχαίνει με το προκλητικό, συχνά εξοργιστικό για το κοινό του χιούμορ, μαζί και αντί-χιούμορ, του (όπως στη σκηνή όπου υποκρίνεται πως σκότωσε τη γυναίκα του), εξακολουθεί να ζηλεύει τη σοπράνο γυναίκα του, η οποία ;καταφέρνει με τα θλιμμένα τραγούδια της, που πάντα οδηγούν σε θάνατο, να κερδίσει την αγάπη και το θαυμασμό των δικών της θεατών.

Ύστερα από ένα πρωτότυπο, ωραίο ξεκίνημα, με τους πρωταγωνιστές και τμήμα του συνεργείου να ξεκινούν τραγουδώντας το «Ας αρχίσουμε λοιπόν», ο Καράξ δείχνει να ταλαντεύεται ανάμεσα στο μελόδραμα των ταινιών του Βωβού κινηματογράφου (μαζί και των πρώτων χρόνων του Ηχητικού) και τον μετά-μοντέρνο, weird και φανταστικό κινηματογράφο που εισήγαγε με την προηγούμενη ταινία του, «Holy Motors». Ταινία που, στη προβολή της στο πρόσφατο φεστιβάλ των Κανών, δίχασε ήδη τους κριτικούς, με εκείνους που θαυμάζουν το έργο του Καράξ (ειδικά τους φανατικούς για το έργο του κριτικούς του γαλλικού περιοδικού Cahiers du Cinema) κι εκείνους που το θεώρησαν από χαλαρό και άνισο μέχρι και απαράδεκτο.

Προσωπικά πιστεύω πως ο Καραξ πέτυχε κάτι ενδιάμεσα. Όπως την εξαιρετική ερμηνεία του Άνταμ Ντράιβερ (το μεγάλο για μένα ατού της ταινίας) στο ρόλο του «Γορίλα του Θεού», Χένρικ ΜακΧένρι, ερμηνεία κάτι ανάμεσα σε εκείνη του Χοακίν Φίνιξ στο Joker και του Ρόμπερτ ΝτεΝίρο στο «Βασιλιά της κωμωδίας», καθώς και τον τρόπο με τον οποίο στήνει μερικές από τις σκηνές του (τα κωμικά σποτς κι ένα πέρασμα από τη θεατρική σκηνή σε ένα πραγματικό δάσος ενώ τραγουδάει η Κοτιγιάρ). Αντίθετα υπάρχουν ορισμένες σκηνές του ζευγαριού που δεν πείθουν, ιδιαίτερα η νυχτερινή σκηνή στο σκάφος με τη θύελλα, ή οι σκηνές με την Ανέτ, τη δίχρονη «ταλαντούχα» κόρη τους, που τραγουδάει όπερα με τη φωνή της μητέρας, με τον Καράξ να χρησιμοποιεί μαριονέτα (έστω και καλά στημένη) για το ρόλο του χαρισματικού παιδιού.

*** Η λευκή επανάσταση

The county. Ισλανδία/Δανία/Γερμανία/Γαλλία, 2019. Σκηνοθεσία-σενάριο: Γκρίμουρ Χακονάρσον. Ηθοποιοί: Άρντις Χρον Εγκισλντότιρ, Σβέιν Όλαφουρ Γκούναρσον. 92´

Σε μια απόμερη αγροτική περιοχή της Ισλανδίας εκτυλίσσεται η ιστορία της ταινίας αυτής του Ισλανδού Γκρίμουρ Χακονάρσον. Από τα πρώτα πλάνα με τη γυναίκα, την Ίνγκα, να ξεγεννάει μιαν αγελάδα, στη συνορέψεις να ελέγχει το γάλα και να καταγράφει τα έξοδα/ έσοδα στο βιβλίο, καταλαβαίνουμε πως ο σκηνοθέτης δίνει τον κύριο λόγο στη γυναίκα και στα προβλήματα του αγροκτήματος τους.

Όπως θα μάθουμε στη συνέχεια, παρά τους κόπους τους, το αγρόκτημα βρίσκεται σε χρέη, και ο σύζυγος, Ρεϊνίρ, παρά τους κόπους και τα όνειρά του (ούτε διακοπές δεν μπόρεσαν εδώ και τρία χρόνια να κάνουν, όπως του υπενθυμίζει η Ίνγκα, ενώ τα παιδιά τους έχουν παντρευτεί και τους εγκαταλείψει χωρίς να ενδιαφέρονται για το αγρόκτημα), δεν έχει καταφέρει να ξεχρεώσει, μια και όλα εξαρτώνται από τον Συνεταιρισμό, που διοικεί ο Έγιολφπυρ, που, αντί να τους βοηθά, τους αναγκάζει να τα ψωνίζουν όλα από αυτό και τους εκμεταλλεύεται, όπως και όλους τους αγρότες της περιοχής.

Με τον ξαφνικό θάνατο του Ρέινιρ, η Ίνγκα αναλαμβάνει τα ινία και αποδεικνύεται μια δυναμική, πεισματάρα αγωνίστρια (με την Εγκιλστότιρ να δίνει μια συναρπαστική ερμηνεία), που προσπαθεί να πείσει και τους υπόλοιπους, «δεμένους» στο Συνεταιρισμό αγρότες, να απεγκλωβιστούν από την ισχύ του Έγιολφουρ και να ιδρύσουν το δικό τους ανεξάρτητο συνεταιρισμό.

Το θέμα (αγώνες για δικαιοσύνη, γραφειοκρατία, εκμετάλλευση των αγροτών από πανίσχυρα «συνδικάτα») αλλά και ο ρεαλιστικός τρόπος αντιμετώπισης θυμίζουν τις ταινίες του Κεν Λόουτς και του Μάικ Λι, με τον σκηνοθέτη Χακονάρσον (γνωστό μας από τη βραβευμένη «Δεσμοί αίματος») να τοποθετεί τα πρόσωπα του στο συγκεκριμένο κοινωνικό περιβάλλον τους, να χρησιμοποιεί χαμηλούς τόνους στην όλη αφήγηση, με ενδιάμεσο ένα λεπτό χιούμορ, και να εκμεταλλεύεται τους φυσικούς χώρους (με την εξαίρετη φωτογραφία του Μαρτ Τάνιερ), άλλοτε σε αντίστιξη με τα δρώμενα κι άλλοτε για να τονίσει το καθημερινό δράμα των απλών αγροτών.

*** Ο Γιώργος του Κέδρου

Ελλάδα, 2020. Σκηνοθεσία: Γιώργος και Γιάννης Κολόζης. Σενάριο: Γιάννης Κολόζης. Φωτογραφία: Γιάννης Κολόζης. Μουσική: Γιάννης Κολόζης. 82´

«Ο χώρος, ο χρόνος και ο άνθρωπος» λέει σε μια στιγμή ο αφηγητής του ωραίου αυτού, συγκινητικού ντοκιμαντέρ που γύρισαν το δίδυμο, πατέρας και γιος, Γιώργος και Γιάννης Κολόζης. Χώρος είναι η Δονούσα, ένα απόμερο νησί, άγονης γραμμής το 1072 όταν το επισκέφτηκε, για πρώτη φορά, 19χρονος φοιτητής τότε ο πατέρας, Γιώργος (ένα ταξίδι τότε 32 ωρών!), που εγκαταστάθηκε με το αντίσκηνο του, στην έρημη παραλία του Κέδρου (από όπου και το όνομα «Γιώργος του Κέδρου», που του έδωσαν οι ντόπιοι), τουριστικό, όπως τα περισσότερα σήμερα νησιά μας, όταν το επισκέφτηκε για τελευταία φορά το 1999, μαζί με το γιο του, ο οποίος το ξαναεπισκέφηκε το 2007 όταν συνέχιζε τα γυρίσματα που είχε αρχίσει (με κάμερα των 8 m.m.) όταν έφτασε για πρώτη φορά εκεί ο Γιώργος.

Ο χρόνος είναι πως το βλέπει η μνήμη, ταυτοχρονα και ένα παιχνίδι της μνήμης, που επιμένει να μας επιδεικνύει η ταινία μέσα από τις θαυμάσιες μαυρόασπρες φωτογραφίες και τα παλιά 8 m.m. φιλμ, που κράτησε ο πατέρας.

Φωτογραφίες με τα πρόσωπα που γνώρισε ο «ταξιδευτής» (και όχι ο τουρίστας, όπως αναφέρει ο σκηνοθέτης) Γιώργος, μια και τα συνεχή για ένα μεγάλο διάστημα ταξίδια του στη Δονούσα ήταν για να γνωρίσει από κοντά τον κόσμο του νησιού (απλούς αγρότες, βοσκούς, άντρες, γυναίκες και παιδιά, τον παπά του νησιού), ένα κόσμο είτε ενήλικες είτε ηλικιωμένοι πια, που σταδιακά αναγνωρίζουν και εκπλήσσονται με τις φωτογραφίες τους κι αρχίζουν να τον αναγνωρίζουν.

Χρόνος όμως όχι απλά του παρελθόντος αλλά και του παρόντος (μαζί και ενος απροσδιόριστου μέλλοντος), όπως λέει και στα ποιήματα του ο Τ.Σ.Έλιοτ («θα υπάρξει χρόνος…καιρός για σένα και για μένα…καιρός για οράματα και αναθεωρήσεις»), με το νησί, με τον τουρισμό, να έχει αλλάξει ριζικά.

Στο επίκεντρο βέβαια οι άνθρωποι: άντρες και γυναίκες στη δουλειά τους, στα χωράφια τους, στις διασκεδάσεις τους, στις αυλές των σπιτιών τους, στους χωματόδρομους (ασφαλτωμένους σήμερα), με τους τότε νέους κουρασμένους, χαροκαμένους, στις μέρες μας, να μιλάνε με συγκίνηση για τη ζωή τους, τα παιδιά τους και να απολαμβάνουν τις απλές απολαύσεις της ζωής.