Συνέντευξη στον Βασίλη Κ. Καλαμαρά [vasillis.kalamaras@gmail.com]

‘Αγνωστος μου ήταν ο Νίκος Μ. Γεωργιάδης, όταν τον πρωτοσυνάντησα στο αφιέρωμα της αστυνομικής λογοτεχνίας τών Βορείων Χωρών από κοινού με ξένους Σκανδιναβούς εισηγητές. ‘Οταν περατώθηκε η εκδήλωση στο Ινστιτούτο Γκέτε, συστηθήκαμε και τού ζήτησα συνέντευξη.

Μ’ είχε εντυπωσιάσει ο τρόπος που αυτός, ο ‘Ελληνας, είχε αναγνώσει μεθοδικά και μεθοδολογικά το σύμπαν της σκανδιναβικής σχολής του αστυνομικού αναγνώσματος. Ανάτρεξα στην μονογραφία του «Σκανδιναβική λογοτεχνία. ‘Οψεις της κοινωνίας και της πολιτικής» (εκδόσεις Ηρόδοτος), όπου μέσα από τις σελίδες της, ανακάλυψα τον κόσμο του συγγραφέα και τον κόσμο του κειμένου του.

Η ματιά του χαμογελαστού και διαλογικού Νίκου Μ. Γεωργιάδη-όπως γνώρισα τον άνθρωπο κατά τη διάρκεια της συνέντευξης- είναι συνεπής και ως προς την προϊστορία του, ελκόμενη από τον χώρο της Αριστεράς χωρίς παρωπίδες και ορθοδοξίες. Και πράγματι είναι απολαυστικό το αποτέλεσμα, το οποίο χωρίς να αγνοεί την γενεολογία και την αισθητική του είδους που εξετάζει, εντούτοις χειρουργεί πολιτικά και κοινωνικά τη σκανδιναβική αστυνομική λογοτεχνία, αναδεικνύοντας ζητήματα, όπως: η στάση των σκανδιναβικών χωρών στον δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο, η δολοφονία του σουηδού πρωθυπουργού ‘Ολοφ Πάλμε, ο νεοναζισμός και τα ρατσιστικά εγκλήματα, το τράφικιν, η βία ενάντια στις γυναίκες και στα παιδιά.

Ο συγγραφέας Νίκος Μ. Γεωργιάδης

Ο συγγραφέας έχει σπουδάσει οικονομικές σπουδές του και έχει εκπονήσει διδακτορική διατριβή στο Πανεπιστήμιο της Αθήνας, με θέμα την κοινωνιολογία τής εκπαίδευσης και την εκπαιδευτική πολιτική. Εργάστηκε στη Δευτεροβάθμια Εκπαίδευση, απ’ όπου συνταξιοδοτήθηκε, ενώ δίδαξε κοινωνιολογία της εκπαίδευσης στο Παιδαγωγικό Τμήμα Δημοτικής Εκπαίδευσης του Πανεπιστημίου Θεσσαλίας και εκπαιδευτική πολιτική στο πρόγραμμα σπουδών «Διαχείριση ανθρωπίνων πόρων και διοίκηση» του Πανεπιστημίου Αθηνών.

-Με δεδομένο ότι είσθε ο μοναδικός ‘Ελληνας μελετητής, ο οποίος έχει ασχοληθεί συστηματικά και επί έτη με την ανάγνωση και ανάλυση της αστυνομικής λογοτεχνίας των Βορείων Χωρών, τι αποκομίσατε από την συνάντησή σας με συγγραφείς, δημοσιογράφους, κριτικούς λογοτεχνίας και πανεπιστημιακούς αυτού του γεωγραφικού χώρου; Σας βοήθησε να σκεφτείτε κάποια καινούρια πράγματα ή να βελτιώσετε κάποια σημεία αυτού του μοναδικού, εκτενούς και απόλυτου στην πληροφορία και στην ενημέρωση έργου σας;

ΑΠ: Καταρχάς ευχαριστώ πολύ για τα καλά σας λόγια για το έργο μου. Νομίζω ότι πάντα «κερδίζεις» κάτι από τη συνάντηση και τη συνομιλία με ειδικούς στο θέμα με το οποίο και εσύ ασχολείσαι, ιδιαίτερα όταν αυτοί ζουν στις συγκεκριμένες χώρες και γνωρίζουν από πρώτο χέρι τις συνθήκες μέσα στις οποίες αναπτύχθηκε η σκανδιναβική αστυνομική λογοτεχνία. Αν και οι συνομιλίες στο περιθώριο της εκδήλωσης ήταν σύντομες, μου έδωσαν την ευκαιρία να μάθω ενδιαφέρουσες πληροφορίες για το πώς οι συνομιλητές μου εκτιμούν τη μέχρι τώρα πορεία, το παρόν και το μέλλον του σκανδιναβικού αστυνομικού, και ειδικότερα τις απόψεις τους για νέους, άγνωστους ακόμη στη χώρα μας, συγγραφείς.

Ήδη πριν από αυτές τις συναντήσεις υπήρχαν σκέψεις για κάποιες, περιορισμένης έκτασης, βελτιωτικές αλλαγές, που ελπίζω να πραγματοποιηθούν σε επόμενη έκδοση. Ο τρόπος αντιμετώπισης της σκανδιναβικής αστυνομικής λογοτεχνίας και των κύριων θεμάτων που απασχολούν τους συγγραφείς θα παραμείνει ο ίδιος (άλλωστε αυτό είναι και το ιδιαίτερο χαρακτηριστικό της μελέτης), αλλά θα εμπλουτιστεί με σχολιασμό του έργου και άλλων συγγραφέων και ακόμη περισσότερες βιβλιογραφικές αναφορές.

-Αλήθεια, πώς αποφασίσατε να επιλέξετε τους «σκοτεινούς» Σκανδιναβούς; Τους αντιμετωπίσατε ως αφοσιωμένος αναγνώστης με τον πειρασμό ότι μπορούσατε να διερευνήσετε σε ποιά σημεία συνεχίζουν και διακόπτουν την σχέση τους με το αμερικάνικο παράδειγμα των Χάμετ, Τσάντλερ και Ελρόι, του οποίου είσθε δηλωμένος εραστης του;

ΑΠ: Στον πρόλογο του βιβλίου αναφέρομαι στο πώς άρχισα να ασχολούμαι με τους Σκανδιναβούς συγγραφείς και στο πώς η θεωρητική ενασχόλησή μου με την αστυνομική λογοτεχνία αυτών των χωρών ήλθε ως συνέπεια της αναγνωστικής ευχαρίστησης και του ενδιαφέροντος που μου προξένησαν τα έργα τους. Η σύγκριση με άλλες εθνικές λογοτεχνικές παραδόσεις (και κυρίως της βρετανικής και της αμερικανικής) ήταν σημαντικό μέρος της δουλειάς μου.

. Χένινγκ Μάνκελ (1948-2015)

Πρέπει επίσης να πω ότι είμαι φανατικός αναγνώστης όχι μόνο του Ελρόι, αλλά και της «αγίας τριάδας» του αμερικανικού αστυνομικού, του Χάμετ, του Τσάντλερ και του Ρος Μακντόναλντ, όπως και του Εντ ΜακΜπέιν. Για να απαντήσω, όμως, πιο συγκεκριμένα στην ερώτηση: Η επίδραση του Χάμετ και του Τσάντλερ, των θεμελιωτών του «σκληρού αστυνομικού», όσον αφορά στον ρεαλισμό, στους κεντρικούς χαρακτήρες, στη σπουδαιότητα της σκηνογραφίας και στη λιτή και απέριττη γλώσσα είναι σαφής και στους Σκανδιναβούς. Ωστόσο, το κυρίαρχο υποείδος στην αστυνομική λογοτεχνία των Βόρειων Χωρών παραμένει το police procedural, «πατέρας» του οποίου ήταν ο Εντ ΜακΜπέιν στη δεκαετία του 1950, και όχι το hard boiled του Χάμετ και του Τσάντλερ.

                          Ο μαοϊκός Μάνκελ και ο τροτσκιστής Λάρσον

-Ο Μάνκελ και ο Λάρσον ήταν η αφορμή. Με αυτούς ήρθατε για πρώτη φορά σε επαφή με την σκανδιναβική εκδοχή του μυθιστορήματος; Ποιές ήταν οι πρώτες εντυπώσεις απ’ αυτούς; Σε ποιά σημεία συμπορεύονταν και σε ποιά απόκλιναν από τις αναγνωστικές μέχρι τότε συνήθειές σας αναφορικά με την αστυνομική λογοτεχνία ;

ΑΠ: Ήταν επιλογή μου να διαβάσω πρώτα το «Εκτελεστές δίχως πρόσωπο» (το πρώτο βιβλίο του Mάνκελ) και την τριλογία του Στιγκ Λάρσον, αφού ήξερα ότι ήταν αυτοί που άνοιξαν τον δρόμο για τη διεθνή επιτυχία της αστυνομικής λογοτεχνίας των Βόρειων Χωρών. Η ανάγνωση των βιβλίων τους ήταν καθοριστική για την ενασχόληση μου με αυτήν. Στα έργα τους εντοπίζονται βασικά χαρακτηριστικά της σύγχρονης αστυνομικής λογοτεχνίας, αλλά το στοιχείο που τους διαφοροποιεί κυρίως από τους Αμερικανούς και τους Βρετανούς είναι η κοινωνικοπολιτική δέσμευση. Παρά τις διαφορές που παρουσιάζουν μεταξύ τους (π.χ. στην κριτική που ασκούν στο σουηδικό κράτος πρόνοιας), και οι δύο συγγραφείς έχουν μια έντονη κοινωνικοπολιτικά κριτική ματιά, όπως είχαν και πολιτική δράση, ο Μάνκελ ως μαοϊκός, ο Λάρσον ως τροτσκιστής.

-Βεβαίως, ανακαλύψετε μετά την έρευνά σας, τους πρόγονους των νεότερων γενιών Σκανδιναβών συγγραφέων στα πρόσωπα του δίδυμου Χιεβάλ-Βαλέε; Εδώ και πενήντα χρόνια αυτό το ζευγάρι αποδείχτηκε ότι έθετε πολιτικούς και κοινωνικούς όρους ερμηνείας στην σκανδιναβική κοινωνία από τα μέσα της δεκαετίας του’60; Είχαν διαβλέψει ήδη τις ρωγμές του σκανδιναβικού μοντέλου, που κατάφερε να ισορροπήσει και να διαχειριστεί χωρίς τριβές τις διαφορές μεταξύ εργαζομένων και επιχειρηματιών;

ΑΠ: Η αλήθεια είναι ότι αμέσως αφού διάβασα το πρώτο βιβλίο του Μάνκελ και το «Μιλένιουμ», και θέλοντας να μάθω για το παρελθόν της σύγχρονης αστυνομικής λογοτεχνίας των Βόρειων Χωρών, «ανακάλυψα» τα βιβλία της Χιεβάλ και του Βαλέε (αρχικά τα τέσσερα που έχουν κυκλοφορήσει στα ελληνικά).

Για να απαντήσω στο ερώτημά σας, είναι οι πρώτοι συγγραφείς διεθνώς που δίνουν μία ξεκάθαρη πολιτική διάσταση στο police procedural και χαρακτηρίζονται από μία πολιτική δέσμευση «που, ίσως, δεν είχε υπάρξει προηγουμένως στην αστυνομική λογοτεχνία». Φέρνουν με τα έργα τους έναν θαρραλέο ρεαλισμό και μία αριστερή άποψη στο σουηδικό, και γενικότερα στο σκανδιναβικό, αλλά και το ευρωπαϊκό, αστυνομικό μυθιστόρημα, που τους χρωστάει πολλά.

Στιγκ Λάρσον (1954-2004)

Όπως αναφέρει η Χιεβάλ σε μία συνέντευξή της στον Γκάρντιαν το 2009, «θέλαμε να περιγράψουμε πώς βλέπουμε την κοινωνία από τη δική μας αριστερή οπτική γωνία. Ο Περ είχε γράψει βιβλία πολιτικού περιεχομένου, αλλά είχαν πουλήσει μόνο 300 αντίτυπα. Καταλάβαμε ότι ο κόσμος διάβαζε αστυνομικά και ότι μέσα από αυτά θα μπορούσαμε να δείξουμε στους αναγνώστες ότι πίσω από την επίσημη εικόνα του σουηδικού κράτους πρόνοιας υπάρχει ένα άλλο στρώμα, φτώχειας, εγκληματικότητας και βίας. Θέλαμε να δείξουμε προς τα πού βάδιζε η Σουηδία: προς μία καπιταλιστική, ψυχρή και απάνθρωπη κοινωνία, στην οποία οι πλούσιοι θα γίνονταν πλουσιότεροι  και οι φτωχοί φτωχότεροι.

-Και απ’ ό,τι καταλάβαμε, διαβάζοντας αυτό το καλογραμμένο βιβλίο σας-γιατί ξεκαθαρίζει ακόμη και τα θεωρούμενα ως αυτονόητα εννοιολογικά κλειδιά-, οι Βόρειες Χώρες, ιδιαίτερα αυτές που κράτησαν ουδετερότητα στον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, έπασχαν πολύ παρά πολύ από υποκρισία. Άργησαν να δουν αργά πολύ αργά την αμφιταλαντευόμενη στάση που κράτησαν π.χ. οι Σουηδοί έναντι της ναζιστικής λαίλαπας;

ΑΠ: Για να είμαστε ακριβείς, η μόνη Βόρεια χώρα που τήρησε «ουδέτερη» στάση στον Πόλεμο ήταν η Σουηδία. Κατά τη δεκαετία του 1990, και μέσα στις γενικότερες συνθήκες  επανεξέτασης της σύγχρονης ευρωπαϊκής ιστορίας, η στάση αυτών των χωρών κατά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο αποτέλεσε αντικείμενο ιστορικής, αλλά και δημοσιογραφικής έρευνας, και απασχόλησε σημαντικούς συγγραφείς αστυνομικών μυθιστορημάτων σε άμεση σχέση με την αναβίωση ρατσιστικών και νεοναζιστικών κινήσεων σε αυτές της χώρες, αλλά και γενικότερα στην Ευρώπη.

Πρέπει να πούμε ότι ο Σουηδοί και οι Νορβηγοί συγγραφείς είναι κυρίως αυτοί που δείχνουν μία ιδιαίτερη ευαισθησία στο θέμα και μας έχουν προσφέρει πολύ καλά μυθιστορήματα που ασχολούνται με εκείνη την περίοδο, όπως για παράδειγμα, το «Το κορίτσι με το τατουάζ» του Στιγκ Λάρσον, το «Τα μπλουζ της Ευρώπης» του Άρνε Νταλ, το (αμετάφραστο στην Ελλάδα) «Η επιστροφή του δασκάλου του χορού» του Μάνκελ, το «Στο σκοτάδι όλοι οι λύκοι είναι γκρι» του Στόλεσεν, το «Ο κοκκινολαίμης» του Νέσμπε κλπ.

                            Στον λαβύρινθο του Ούλοφ Πάλμε

-Κορυφαία στιγμή ήταν η άνανδρη δολοφονία του Ούλοφ Πάλμε, μία δολοφονία, η οποία πέρασε στο αρχείο, ενώ οι ερευνητές δημοσιογράφοι δείχνουν τους ενόχους ακόμη και μέσα στην αατυνομία. Τι εκτιμάτε, τι ήταν αυτό που κυρίως ενοχλούσε ορισμένους κύκλους με ακροδεξιό και ναζιστικό πρόσημο; Το γεγονός ήταν η στάση του ήταν στ’ αριστερά της σοσιαλδημοκρατίας;

ΑΠ: Πραγματικά θα ήταν δύσκολο εκ μέρους μου να προσπαθήσω να δώσω μία απάντηση σε ένα τόσο πολύπλοκο θέμα, ίσως τη δεύτερη πιο γνωστή, «σκοτεινή» και ανεξιχνίαστη πολιτική δολοφονία στον 20ο αιώνα, μετά από αυτήν του Κέννεντυ.

Με την υπόθεση Πάλμε έχουν ασχοληθεί δεκάδες ειδικοί και μη, και έχουν διατυπωθεί ισάριθμες θεωρίες (κάποιες σοβαρές, κάποιες συνωμοσιολογικές) που εμπλέκουν τις σουηδικές μυστικές υπηρεσίες, τη CIA, το ρατσιστικό καθεστώς της Νότιας Αφρικής, τη φασιστική κυβέρνηση της Χιλής, τους Κροάτες Ουστάσι, ακροδεξιούς Σουηδούς πρώην μέλη της κρατικής ασφάλειας, διεθνείς μεγαλέμπορους όπλων κλπ.

Ούλοφ Πάλμε (1927-1986)

Απλώς να θυμίσω ότι, όπως αποκαλύφθηκε το 2014 από την εφημερίδα Svenska Dagbladet, ο Στιγκ Λάρσον, ως δημοσιογράφος και σοβαρός ανεξάρτητος ερευνητής, είχε στείλει στην Αστυνομία ήδη στα τέλη της δεκαετίας του 1980 δεκαπέντε κουτιά με έγγραφα που είχε συλλέξει κατά την έρευνά του, τα οποία συνέδεεαν με τη δολοφονία τον πρώην πράκτορα της σουηδικής Ασφάλειας Μπέρτιλ Βεντίν.

Στο σημαντικό βιβλίο «Inuti labyrinthen» («Μέσα στον λαβύρινθο») των Φινλανδών Κάρι και Πέρτιι Πουτιάινεν (νομίζω ότι δεν έχει κυκλοφορήσει στα αγγλικά), το οποίο εξετάζει διεξοδικά τη δολοφονία, υπονοείται σαφώς ότι οι ΗΠΑ είναι «ο γνωστός ελέφαντας μέσα στο δωμάτιο, για τον οποίο οι πιο προσεκτικοί αποφεύγουν να μιλήσουν». Σχετικά με την υπόθεση είναι χαρακτηριστικό αυτό που είχε πει ο Καρλ Λίντμπομ, στέλεχος του Σοσιαλδημοκρατικού Κόμματος, ότι «θα ήταν καλύτερο για όλες τις πλευρές, αν η δολοφονία του Πάλμε δεν εξιχνιαζόταν ποτέ».

Τέλος, πρέπει να σημειώσουμε ότι η δολοφονία και η πολυετής αναποτελεσματική αστυνομική έρευνα που ακολούθησε φαίνεται ότι προσείλκυσε στην αστυνομική λογοτεχνία μία ολόκληρη γενιά Σκανδιναβών αναγνωστών. Η σκανδιναβική (και κυρίως η σουηδική) αστυνομική λογοτεχνία αναπτύσσεται ιδιαίτερα μετά τη δολοφονία και είναι εν πολλοίς στοιχειωμένη από αυτήν, από τις αντιφάσεις της πολιτικής που ακολούθησε ο Πάλμε και από την ανησυχία για ανεξιχνίαστα εγκλήματα. Όπως χαρακτηριστικά αναφέρεται, «η παράνοια που προκλήθηκε από τη δολοφονία, προίκισε την αστυνομική λογοτεχνία των Βόρειων Χωρών με μία τρομακτική ζωντάνια».

-Τα βασικά θέματα της σκανδιναβικής αστυνομικής λογοτεχνίας είναι η δράση της ακροδεξιάς, των νεοναζιστών και των εγκλημάτων τους, η αρνητική αντιμετώπιση των μεταναστών και των προσφύγων από τους γηγενείς πολίτες του Βορρά, η πορνεία και το τράφικιν, η ενδοοικογενειακή βία με αποδέκτες τις γυναίκες και τα παιδιά. Εσείς, τι καταλάβατε αυτές οι κοινωνίες δεν έχουν αντισώματα; Δεν ακούγονται φωνές υπέρ του ανοιχτού διαλόγου χωρίς βεβαιότητες, ακρότητες και δογματισμούς; Πόσο τακτικά δείχνει η σκανδιναβική λογοτεχνία τις ανοιχτές και χαίνουσες κοινωνικές πληγές της και μιλάει για αυτές χωρίς ενοχές; 

ΑΠ: Όπως σωστά αναφέρετε, αυτά είναι κάποια από τα σημαντικότερα κοινωνικοπολιτικά ζητήματα που απασχολούν τη μεγάλη πλειοψηφία των σημαντικότερων Σκανδιναβών συγγραφέων αστυνομικών μυθιστορημάτων. Πρέπει, πάντως, να τονίσουμε ότι η αστυνομική λογοτεχνία των Βόρειων Χωρών περιγράφει μεν με ρεαλισμό τα προβλήματα που αντιμετωπίζουν οι σύγχρονες κοινωνίες σε μεταβαλλόμενες συνθήκες, εντοπίζει και σχολιάζει τις αιτίες και τις συνέπειές τους, ενώ αρκετές φορές χρησιμοποιεί και παραθέτει αποτελέσματα κοινωνιολογικών και πολιτικών αναλύσεων, αλλά δεν έχει σκοπό να δώσει μία «ακριβή» εικόνα αυτών των κοινωνιών.

Έτσι, σημειώνουμε ότι οι χώρες αυτές, παρά τις οικονομικές κρίσεις, εξακολουθούν να χαρακτηρίζονται συγκριτικά με τις περισσότερες ευρωπαϊκές χώρες από σχετική οικονομική ευημερία, υψηλές δημόσιες δαπάνες για εκπαίδευση και πρόνοια, σχετικά χαμηλούς δείκτες εγκληματικότητας και υψηλά ποσοστά του πληθυσμού που εκφράζουν αισθήματα «ευτυχίας» αλλά και «ασφάλειας και εμπιστοσύνης στην αστυνομία». Είναι λοιπόν λίγο υπερβολικό να μιλάμε για «ανοιχτές και χαίνουσες κοινωνικές πληγές».

Βεβαίως, οι πολυεπίπεδες αλλαγές που σημειώνονται σε διεθνές επίπεδο κατά τα τέλη του 20ου αιώνα δεν αφήνουν ανεπηρέαστες τις κοινωνίες των Βόρειων Χωρών. Εμφανίζονται και ενισχύονται φαινόμενα όπως η ανεργία και η φτώχεια, η αύξηση των κοινωνικών ανισοτήτων και η περιθωριοποίηση ευάλωτων κοινωνικά ομάδων – εξελίξεις που σχετίζονται άμεσα με τη σοβαρή κρίση του περίφημου «σκανδιναβικού κράτους πρόνοιας», την αύξηση των μεταναστευτικών εισροών και τις αλλαγές στην ομοιογένεια του πληθυσμού.

Η κυριαρχία της σοσιαλδημοκρατίας, η πολιτική της  συναίνεσης και των ήπιων αντιπαραθέσεων αντικαθίστανται από την εφαρμογή νεοφιλελεύθερων πολιτικών και την αύξηση της επιρροής  κομμάτων και κινήσεων της άκρας και της εξτρεμιστικής Δεξιάς. Παράλληλα είναι φανερές οι επιπτώσεις από τη διεθνοποίηση του εγκλήματος και την εμφάνιση νέων μορφών εγκληματικότητας, ενώ παρατηρείται αύξηση των εγκλημάτων προκατάληψης και εξακολουθούν να σημειώνονται υψηλά ποσοστά εγκλημάτων σεξουαλικής βίας.

Η μεγάλη πλειοψηφία των πιο διάσημων Σκανδιναβών συγγραφέων ασχολείται συχνά με πολλά από αυτά τα σημαντικά προβλήματα με μία, όπως τονίσαμε, ιδιαίτερα κριτική στάση. Αυτό άλλωστε είναι και ένα από τα κύρια χαρακτηριστικά, και ταυτόχρονα βασικός λόγος της διεθνούς αναγνώρισης, της σύγχρονης αστυνομικής λογοτεχνίας των Βόρειων Χωρών.