Του Βασίλη Κ. Καλαμαρά [vasillis.kalamaras@gmail.com]

Είχε όλα τα αριστεία πάνω της. Ομορφιά, ταλέντο, ηθοποιΐα. Τα κατείχε και τα μετέδωσε. Μέσα σε τρία χρόνια, από το 1954 ώς το 1957. Από τα δεκαεννέα της ώς τα είκοσι δύο της. Το άνθος της δεν μαράθηκε, μάλλον δεν το άφησε να μαραθεί. Όλες οι παρουσίες της έξι τον αριθμό κινηματογραφικές, εκτός από δύο θεατρικές.

Δεν παρακάλεσε στην ωριμότητά της έναν ρόλο, ούτε στα γεράματά της έναν ρολάκο. Πλήρης άνθρωπος, γυναίκα, μητέρα, ηθοποιός. Η Μαργαρίτα είναι η Παπαγεωργίου, η οποία δεν έγινε ποτέ η Μαργαρίτα, όπως η Αλίκη ή όπως η Τζένη. Δεν έγινε σεξ σίμπολ, δεν αγαπήθηκε ως λαϊκή περσόνα, δεν κάηκε από την δημοσιότητα,  δεν  έκανε μπότοξ. Παρέμεινε ώς το τέλος, ώς τα 86 της, μία κυρία.

Προτίμησε την διαρκή αυτοεκπαίδευση, δεν ήθελε να επαναληφθεί, δεν μπήκε στον πειρασμό να εξαργυρώσει την πρώιμη φήμη της. Προτίμησε την σκολιά  οδό, όχι την ευθεία, γιαυτό συνομιλούσε με τον Θανάση Βέγγο (γείτονας της στο Νέο Φάληρο και ο άνθρωπος που την οδήγησε στα κινηματογραφικά πλατό), τον Ντίνο Ηλιόπουλο, τον Μίλτο Σαχτούρη. Διάβαζε, διάβαζε πολύ, αφού είχε φωτιστεί σε δύσκολες εποχές από την ηθική των Μακρονησιωτών, του Νίκου Κούνδουρου, του μεγάλου έρωτα της και του συνεξόριστου, του Αλέκου Τσούχλου, πολιτικού μηχανικού (σύζυγός της δια δεκαπέντε χρόνια από τον οποίο απέκτησε έναν γιό και δύο εγγόνια) και γιου του Δημήτρη που είχε τον μεγαλύτερο οίκο μόδας εκείνης της εποχής.

Η Μαργαρίτα Παπαγεωργίου, μία από τις ιέρειες του ελληνικού νεορεαλισμού, που δεν κατάφερε να εξελιχθεί σε κινηματογράφο του τραγικού, αφού οι παραγωγοί στρέψαν το κοινό στον μεταπόλεμο κυρίως σε εύπεπτες κωμωδίες ή σε φτηνά μελοδράματα, είχε λάβει μέρος στις ταινίες: «Κυριακάτικο Ξύπνημα», του Μιχάλη Κακογιάννη, «Μαγική Πόλη» και «Ο Δράκος» του Νίκου Κούνδουρου, «Τζο ο Τρομερός» και «Χαρούμενο Ξεκίνημα» του Ντίνου Δημόπουλου, «Η Θεία από το Σικάγο» του Αλέκου Σακελλάριου. Δύο τραγούδια του Μάνου Χατζιδάκι που ερμήνευσε στον «Δράκο», τα «Πώς το λεν τον ποταμό» και «Ο ήλιος έσβησε», είναι η όλο νόημα ερμηνεία του επερχόμενου τέλους του Θωμά (Ντίνου Ηλιόπουλου).

Στο θέατρο συνεργάστηκε με τον θίασο Αλεξανδράκη – Γεωργούλη. «Του Ρομπέρ Οσέν το ένα, του Ούγκο Μπέτι το άλλο… Εκπληκτικός θίασος: Σταρένιος, Βανδής, Φυσσούν, Γαρμπή. Με είχε ζητήσει και ο Κατράκης στο θίασό του», είχε εξομολογηθεί. Όμως, έφυγε μακριά για να μην πληρώσει το τίμημα. Δεν ήθελε να ζήσει μία άλλη, μία ξένη ζωή, ήθελε να ζήσει την δική της, που κουβαλούσε την αύρα, όταν αυτή και η μητέρα της επισκέπτονταν τον Θανάση Βέγγο, στην Μακρόνησο.

Ωστόσο, δεν κουβάλησε τον σώμα της σαν σακκί σε κάποιο κόμμα, σε καμιά πολιτική πρωτοβουλία, δεν ούρλιαξε νενικήκαμεν, δεν θρήνησε πάνω από τους νεκρούς του Εμφυλίου και του Μετεμφυλίου. Κράτησε την αξιοπρέπειά της χωρίς λαϊκισμούς, χωρίς εμφανίσεις στην τηλεόραση, χωρίς τυμβωρυχίες στο παρελθόν. Ασχολήθηκε με την διακόσμηση εσωτερικών χωρών, γιατί η φρίκη θέλει στολίδια για να φαντάζει τουλάχιστον όμορφα απειλητική.

Ναι, είχε δηλώσει η «Στέλλα» είναι καλή ταινία, αλλά φολκλόρ. Είχε δει την Ελλάδα μέσα σε μία νύχτα να περνάει στο άλλο στρατόπεδο, να γίνεται αμερικανική αποικία, οι προσκείμενοι στην εξουσία να ροκανίζουν τα χρήματα από το Σχέδιο Μάρσαλ. Το βιβλίο του Χρόνη Μίσσιου «…Καλά, εσύ σκοτώθηκες νωρίς», το είχε στο προσκέφαλό της. Καθόλου τυχαία. Και φτωχοί και από τις δύο πλευρές είχαν επιδοθεί σε αλληκοσκοτωμό και αλληλοφάγωμα, ώσπου οι βουλευτές τους βρέθηκαν να συνυπάρχουν στα έδρανα του ελληνικού κοινοβουλίου και να γίνουν συγκυβέρνηση.

Δεν ήμουν μέσα στο μυαλό της, για να γνωρίζω τι πραγματικά σκεφτόταν. Πάντως, υποθέτω ότι επιθυμούσε έναν εγχώριο κινηματογράφο, που εκτός λίγων εξαιρέσεων, δεν έγινε ούτε ελληνικός,  ούτε κινηματογράφος. Βισκόντι, Αντονιόνι, Φελίνι; Πού τέτοια; Κάτι μετέωρα που έλαμψαν για μια στιγμή στο στερέωμα της έβδομης τέχνης και μετά το απόλυτο σκότος. Λογοτεχνία, στερεωμένη στην παράδοση του Σολωμού και τού Κάλβου, μυθιστορήματα ντοστογιεφσκικά και τολστοϊκά, αξίες βγαλμένες από την ηθική που δεν εξαθλιώνεται από το συμφέρον. Κρατήθηκες μακριά Μαργαρίτα κι έμεινες καθαρή, όπως είναι η ματιά σου στον κινηματογραφικό φακό. Καληνύχτα, Μαργαρίτα.