Tου Βασίλη Κ. Καλαμαρά [vasillis.kalamaras@gmail.com]

Ο τίτλος του κειμένου είναι ένα παραλλαγμένο σύνθημα των αρχών της δεκαετίας τού ’80, απ’ αυτά που συναντάμε γραμμένα στους τοίχους. Συνήθως τα προσπερνάμε’ η Μαρία Κυρτζάκη παράλλαξε το «Τι κι αν έχετε την εξουσία/Εμείς έχουμε τη νύχτα».

Είναι παρμένο από μία παρέμβασή της που δημοσιεύτηκε στο περιοδικό «Χάρτης», τον Σεπτέμβριο του 1982, με αφορμή ένα αντιρρητικό διάλογο που είχε ξεσπάσει για το θέμα της ελληνικής γλώσσας. Θα αναφερθούμε πιό κάτω σ’ αυτό, αφού πρώτα διατρέξουμε  την εκδήλωση αφιερωμένη στην μνήμη της για τη ζωή και το σύνολο του έργου της.

Οι άνθρωποι, οι δικοί της, την τίμησαν πριν λίγες μέρες, πανεπιστημιακοί, δημοσιογράφοι, κριτικοί λογοτεχνίας, θεατράνθρωποι, οργανώνοντας την εκδήλωση «Στη μέση της ασφάλτου. Η ποιητική διαδρομή της Μαρίας Κυρτζάκη». Με κεντρική αφηγήτρια την Αθηνά Βογιατζόγλου (αναπληρώτρια Καθηγήτρια Νεοελληνικής Φιλολογίας στη Φιλοσοφική Σχολή Ιωαννίνων), παρουσιάστηκαν όλες οι πτυχές της δημιουργικής προσωπικότητας της τιμώμενης: πρωτίστως και κυρίως, η ποιήτρια, η ραδιοφωνική παραγωγός στην ΕΡΤ και στο Τρίτο Πρόγραμμα του Μάνου Χατζιδάκι, η επιμελήτρια κειμένων, η δασκάλα στη δραματική σχολή του «Εμπρός», η μεταφράστρια, η δοκιμιογράφος, η άνθρωπος Κυρτζάκη. Ενδιαμέσως θα διαβάζονται ποιήματά της από τους ηθοποιούς Μαρία Καστάνη και Βαγγέλη Χρυσάφη.

Για τις ποικίλες όψεις του έργου και της προσωπικότητάς της μίλησαν: ο Κώστας Καναβούρης (ποιητής και δημοσιογράφος), ο Κώστας Βούλγαρης (συγγραφέας και υπεύθυνος του ένθετου «Αναγνώσεις» της «Αυγής της Κυριακής»), ο Δημήτρης Αθηνάκης (ποιητής), η Μαρί Σεσίλ Φοβέν (μεταφράστρια), η Γωγώ Βγενοπούλου, (ηθοποιός, μαθήτρια της Κυρτζάκη στη δραματική σχολή του «Εμπρός»), η Βουβούλα Σκούρα (σκηνοθέτης, εμπνευστής της παράστασης «Τυφώ» που βασίστηκε στο ομώνυμο μονολογικό κείμενο της Κυρτζάκη, Απλό Θέατρο 1996).

                                            Η γλώσσα είναι το σώμα μας

Νευρώδης, μαυροτσούκαλο, μικρού αναστήματος, με βλέμμα πλανητικό, και ατελείωτα τσιγάρα παντού, αναμμένα, σβησμένα, καπνισμένα, ακάπνιστα. Αυτή ήταν προς τα έξω η Μαρία Κυρτζάκη, αγαπητή φίλος, συναισθηματική, η οποία ενδιαφερόταν ν’ ακούσει για σένα, καθόλου κλεισμένη σε εγωπαθή ποιητικό βίο. Η ποίησή της νεκρική, όχι νεκρολογούσα, επιτύμβια, σινική μελάνη που χάραζε σχιστές οδούς πάνω στο χαρτί και ξάφνου: βρισκόταν καταμεσής της ασφάλτου, ανήμπορη να διαλέξει αν πρέπει να περάσει απέναντι ή αν θα παραμείνει εκεί, απ’ όπου ξεκίνησε.

«Τη γλώσσα-σώμα μπορώ εύκολα να την ακούσω από κάποια παιδιά τριών, τεσσάρων, πέντε χρόνων – παιδιά της προσχολικής ακόμα ηλικίας. Τη γλώσσα  σώμα μπορώ να την δω όταν δειλά αρθρώνεται από το στόμα τους: »φως» για το φως, »φώτο» για το φωτιστικό. Το παράδειγμα […] θέλει να δείξει πόσο αυτόνομη και φαινομενικά αυθαίρετη είναι αυτή η γλώσσα, η μητρική – της μητέρας, της οικογένειας, της πόλης, της χώρας, της φυλής, κατά συνέπεια γλώσσα εθνική, με την έννοια των ασυνειδήτων καταβολών της μέσα μας» (περ. «Χάρτης», ό.π.).

Καθηγητής της στο Αριστοτέλειο, ο καθηγητής Γ. Π. Σαββίδης, νωρίς πολύ νωρίς, ήδη από 1973, βγαίνει και δημόσια επαινεί την δίδα- όπως την αποκαλεί. Κρίνει την ποιητική συλλογή «Οι Λέξεις»: «[…] Η αλήθεια είναι πως δεν βλέπω πολλούς ποιητές της »ανάπηρης» γενιάς να νιώθουν τόσο βαθιά την ρηματική τους ευθύνη όσον η Μαρία Κυρτζάκη […]».

Το σύνολο του έργου της Μαρίας Κυρτζάκη «κλείστηκε» σε εννέας ποιητικές συλλογές και σ’ έναν συγκεντρωτικό τόμο: «Σιωπηλές κραυγές» (1966), «Οι λέξεις» (1973), «Ο κύκλος» (1976), «Η γυναίκα με το κοπάδι» (1982), «Περίληψη για τη νύχτα» (1986), «Ημέρια νύχτα» (1989), «Σχιστή οδός» (1992), «Μαύρη θάλασσα »(2000), «Λιγοστό και να χάνεται» (2002), «Στη μέση της ασφάλτου» (2005 / συγκεντρωτική έκδοση 1973 – 2002).

Τελευταίο δημοσιευμένο ποίημα, η «Καρένινα», -μήπως πρέπει ν’ αλλάξουμε τον τίτλο ως «[Μαρία] Καρένινα»-, το φθινόπωρο του 2015, λίγους μήνες προτού αφήσει την τελευταία της πνοή: την 21η Ιανουαρίου 2018. Είχε γεννηθεί πριν 68 χρόνια, τα Χριστούγεννα του 1948, στην Καβάλα. «τον άκουγα τον ψίθυρο σαν κεραυνός/εγώ, εγώ θα τελείωνα/τα τελειωμένα όλα», έγραψε προναγέλλοντας τον θάνατό της;

                             Νανουρίζοντας τον γδαρμένο Μαρσύα

Τελείωσε μέσα στην μοναξιά των πολλών φωνών της ιδιαίτερης πατρίδας της που κουβάλαγε μέσα στης: του περιπτερά πατέρα αναπήρου πολέμου, της καπνεργάτριας μητέρας, των γυναικοκαυγάδων από την Μικρασία και τον Πόντο, του παιδικού παιχνιδιού «αγαλματάκια, αγαλματάκια, είσαστε έτοιμα;», των εργατικών στις παράγκες και στα καπνομάγαζα, των οικοδόμων, των ψαράδων.

Η Μαρία Κυρτζάκη είναι τραυματισμένη από την Ιστορία και χωρίς να την ακυρώνει, καταφεύγει στην ποίηση ως πεδίο αναπαρθένευσης του κόσμου που χάνεται  στην (και) από την κατανάλωση. Κρατάει την αθωότητα της όχι ως υποχώρηση μπροστά στη ζωή, γιατί τα ποιήματά της αθωώνουν τις λέξεις από τη χρηστικότητά τους και αιτείται ν’ ακουστεί εκ νέου ο ήχος του νοήματός τους.

Τα ποιήματά της μπορούν να διαβαστούν ως σύγχρονα παραμύθια, νέα παραμυθοδράματα ανεβαασμένα σε νέες θεατρικές σκηνές, λύκοι πως έχασαν το ουρλιαχτό τους και βελάσματα αμνών ήδη κατασπαραγμένων από τον ισοπεδωτικό πολιτισμό, και κεί ανάμεσα περνάει η Μαρία Κυρτζάκη. Συστήνεται εκ νέου ως θηλυκός Μαρσύας, προτού ο Απόλλωνας αφαιρέσει την πρωταρχική του φύση. Μάλλον: η ποιήτρια παίρνει στα γόνατα της τον γδαρμένο αυλητή και τον νανουρίζει με φρυγικά τραγούδια.