Της Ζωής Τόλη

«Η Γίδα ή ποια είναι η Σύλβια;», του Έντουαρντ Άλμπι, ένα από τα κορυφαία έργα της παγκόσμιας δραματουργίας,  παρουσιάζεται στο «Θησείον, Ένα Θέατρο Για Τις Τέχνες», σε μετάφραση και σκηνοθεσία του Νικορέστη Χανιωτάκη.

Ο υπότιτλος: «Σημειώσεις για τον ορισμό της τραγωδίας», προοικονομεί τη δραματική έκβαση της συνέχειας και τα «προβλεπόμενα» αδιέξοδα των προσώπων.

Ο βραβευμένος με τέσσερα Πούλιτζερ Αμερικανός συγγραφέας, σημειώνει για το τελευταίο του έργο (2000) : «Θέλω οι θεατές να σκεφτούν κάτι πέρα από την φαντασία, ό,τι πιο αβάσταχτο έχουν κρύψει βαθιά μέσα τους και να το δουν με νέα ματιά». Αυτή η οπτική είναι που δίνει νόημα στη συγκεκριμένη συγγραφική του δημιουργία, ανάμεσα σε μια συστάδα συμβολισμών και σημειολογικών σκηνών. Προβλέπει, θα έλεγε κανείς, την πλήρη αμφισβήτηση και τον κατακερματισμό των παραδεδομένων σταθερών της κοινωνίας στο εγγύς μέλλον και όχι μόνο.

Μια μελέτη με αλληγορικό ύφος πάνω στην αδυναμία του ανθρώπου να είναι αντικειμενικός με τον εαυτό του. Καυτηριάζει τον τρόπο που υπερβάλλουμε για την ύπαρξή μας, αλλά και για το αίσθημα της μειονεξίας που νιώθουμε για το πρόσωπό μας.

Και οι δύο περιπτώσεις εμποδίζουν το σύγχρονο άνθρωπο με τα σοβαρά προβλήματα να βλέπει καθαρά και συντηρούν το θολό τοπίο μέσα από παραπετάσματα.

Ένα κομμάτι εαυτού που πεθαίνει, μεταποιείται σε αγάπη για ένα ζώο, μια κραυγή απόγνωσης, από έναν άνθρωπο σε κρίση. Ο πανικός τον οδηγεί στη «σχέση» με μία ύπαρξη που δεν ανήκει στο κόσμο των ανθρώπων. Η ανάγκη να επικοινωνήσει με τον βαθύτερο εαυτό του, είναι ύστατη προσπάθεια πριν την τελική κατάρρευση. Εξιδανικεύει αυτό το πρωτόγνωρο συναίσθημα, σαν το τελευταίο κομμάτι που αντιστέκεται στο θάνατο.

Αυτός ο ανορθόδοξος έρωτας συμβολίζει την αγάπη για το ιδανικό της ζωής.
Έργο ακραίο, οξύ, προκλητικό , σπάει όλα τα στερεότυπα για να αναδειχθεί έστω και με αυτόν τον φρενήρη τρόπο, η τάση του ανθρώπου να απελευθερωθεί από τα όποια δεσμά τού αναστέλλουν την πορεία εξέλιξής του.

Ένας ύμνος να είμαστε ανοιχτοί στην αγάπη για τη ζωή και ό,τι απρόβλεπτο αυτή μας επιφυλάσσει. Να έχουμε την επιθυμία της αυτεξουσίας, αλλά τίποτε να μην θεωρούμε δεδομένο ή απόλυτο, σχετικά με τον εαυτό και το εκτόπισμα του.

Ο σκηνοθέτης Νικορέστης Χανιωτάκης, βουτάει στα βαθιά και με το ταλέντο και το ήθος που τον διακρίνει, στήνει μια παράσταση, με κριτική ματιά. Ρεαλισμός και σκληρότητα χαρακτηρίζουν αυτή την κοινωνική σάτιρα που σπάει κόκαλα.

Μέσα στο σωστό / γυάλινο σκηνικό της Αρετής Μουστάκα που αναδεικνύει τη φρίκη και την απελπισία των ηρώων, διεξάγονται σκηνές ιδιαίτερα φορτισμένες. Οι ψυχολογικές κλιμακώσεις, οι ενοχές, τα ξεσπάσματα, οι εξομολογήσεις, το ξεφούσκωμα της μέχρι τώρα ιδανικής σχέσης του ζευγαριού, σκιαγραφούν το πορτραίτο μιας εξαιρετικής θεατρικής απόπειρας.

Ο Νίκος Κουρής, ως Μάρτιν, ατόφιος, αληθινός, μέσα στο κέντρο του ρόλου, ερμηνεύει με περισσή υποκριτική εμβάθυνση και ποιότητα. Αυτή η αγιότητα που ισχυρίζεται πως ένιωσε, όταν πρωτοκοίταξε τη Σύλβια ( γίδα ), είναι το μήνυμα να συμφιλιωθεί με το αδιανόητο και το αναπόφευκτο του «τυχαίου». Ένα «τυχαίο» που αποκλείει το μόνιμο, το σταθερό, το συνηθισμένο και που υποθάλπει το ρέον, το αβέβαιο, το μη δεδομένο, το αθεμελίωτο.

Τραγικό πρόσωπο, καθώς δεν ορίζει τη μοίρα του και ανυπεράσπιστος απέναντι στο ξαφνικό και το αφάνταστο, δέχεται ολοκληρωτικά τη γεύση της απόλυτης μοναξιάς. Η σκηνή που μιμείται φωνητικά την αγαπημένη του γίδα, είναι ενδεικτική της κατάβασής του σε ένα άλλο επίπεδο, σε άλλη διάσταση με πρωτόγονους ήχους. Χρώματα και μυρωδιές γεμίζουν το «γυάλινο» δωμάτιο που λειτουργεί ως θεατρική σκηνή, παραπέμποντας σε μια διάθεση κωμειδυλλίου, με εικόνες υπαίθρου.

Η Λουκία Μιχαλοπούλου που ενσαρκώνει τη Στήβι, σύντροφο του Μάρτιν, είναι πολύ καλή, εύστοχη, αποδοτική, παρότι ο χρόνος προετοιμασίας για το ρόλο της ήταν ελάχιστος. Φανερώνει ικανοποιητικά την κατακρήμνιση του μέχρι τότε ευτυχισμένου βίου της, με την πολυεδρική γκάμα του ταλέντου της.

Ο Γιάννης Δράκοπουλος, συνεπής, μετρημένος και πειστικός στο ρόλο του φλεγματικού δημοσιογράφου Ρος. Θα μπορούσε βέβαια ο χαρισματικός και έμπειρος ηθοποιός να διευρύνει λίγο περισσότερο το μέγεθος της υποκριτικής του δύναμης, καθώς τη διαθέτει άφθονη.

Τον Μπίλυ υποδύεται ο Μιχαήλ Ταμπακάκης, αυθόρμητος, άμεσος και δυναμικός. Σκύβει με σεβασμό στην προσωπικότητα του εφήβου και στην ποικίλη πτύχωση του χαρακτήρα του, φωτίζοντας την εικόνα της «τέλειας οικογένειας». Η μόνη ένσταση, η υπέρβαση σε κάποιες κορυφώσεις, η οποία όμως αιτιολογείται λόγω του χειμαρρώδους ενθουσιασμού της ηλικίας.

Τα σωστά κοστούμια επιμελήθηκε η Αρετή Μουστάκα και την πρωτότυπη μουσική, καθώς και τη φροντίδα των ήχων ο Γιάννης Μαθές. Μια μουσική υπόκρουση ταιριαστή στο ύφος και το περιεχόμενο του έργου. Με τους κατάλληλους φωτισμούς έντυσε το θεατρικό δρώμενο η Χριστίνα Θανάσουλα.

«Η Γίδα ή ποια είναι η Σύλβια;», αιχμηρό, ειρωνικό θεατρικό έργο με επιρροές από τη δομή της τραγωδίας. Ένα έργο που αγγίζει τα όρια του παραλόγου με ακμαία έκφραση, εύρωστο εσωτερικό λόγο και πληθωρική κίνηση.

Δεν είναι τυχαίο που ο Άλμπι διάλεξε μια γίδα, ως το εμβληματικό «οικόσημο» του συγγράμματός του. Με όχημα αυτό διαλύει το όποιο προφίλ ή μάσκα επιλέξαμε να μας διακρίνει στη ζωή, μέσα σε ένα σύμπαν που διαρκώς αλλάζει.

Υπογραμμίζει ότι οι σιωπές και οι επαναστάσεις, οι συμβιβασμοί και οι αποδεσμεύσεις είναι μονόδρομος. Και ότι προσδιοριζόμαστε λιγότερο από τον εαυτό και τις επιλογές μας και περισσότερο από το αναπόδραστο του απρόσμενου που τελικά λειτουργεί ως «από μηχανής θεός».

Η ανατροπή που συναντάμε στο τέλος της θεατρικής πράξης, καθαίρει την ατμόσφαιρα, λύνοντας (;), το γόρδιο δεσμό. Στο Θησείον, Ένα Θέατρο Για Τις Τέχνες, η τολμηρή όσο και αξιοπρόσεκτη / ρηξικέλευθη δημιουργία «Η Γίδα ή ποια είναι η Σύλβια;», κάνει τη διαφορά στη θεατρική σεζόν που διανύουμε.