Της Ζωής Τόλη
Μια μαύρη κωμωδία, με αγγλικό καυστικό χιούμορ, συνεχίζει την πετυχημένη της πορεία, στο θέατρο «Αλκμήνη», για δεύτερη χρονιά, με τίτλο «Ανύπαρκτοι φίλοι», του βραβευμένου Alan Ayckbourn, σε μετάφραση και σκηνοθεσία της Κωνσταντίνας Νικολαΐδη.

«Mη φοβάστε τόσο το θάνατο όσο μία ανεπαρκή ζωή!»

Οι ήρωες του έργου, έξι φίλοι, που έχουν χάσει τον προσανατολισμό στη ζωή, φοβούνται τόσο πολύ το θάνατο, ενώ έχουν ξεχάσει να ζουν πραγματικά. Τραυματισμένα άτομα, υπηρετούν με αφοσίωση το μάταιο και το εφήμερο, παγιδευμένα σε σχέσεις ασφυκτικές με αυτοκαταστροφικό χρώμα. Ζωή χωρίς ουσία , απλώς επιβίωση με μυστικά και ψέματα.

Ο συγγραφέας βγάζει τη γλώσσα στη σοβαροφάνεια, τη μιζέρια και το θολό τοπίο των διαπροσωπικών σχέσεων. Βάζει το θεατή σε προβληματισμό κατά πόσο εκείνος έχει γιατρέψει παλιές πληγές, αν αντιμετωπίζει με γενναιότητα τα προσωπικά του διλήμματα ή στρουθοκαμηλίζει, νομίζοντας τον εαυτό του νικητή απέναντι σε ό,τι αδύναμο και ευάλωτο συναντήσει στην κακόμοιρη ζωή του.

Θέτει το θέμα της ύπαρξης και της φιλίας ανάμεσά τους, καθώς όλοι υποκρίνονται ανάλογα με την προσωπική ζωή και τις αντιστάσεις που απέκτησαν στην πορεία. Η συνάντηση των φίλων βγάζει στην επιφάνεια παρελθοντικά δυναμικά που είχαν αναπτυχθεί στα νιάτα τους, πράγματα οδυνηρά, ανικανοποίητα όνειρα και διάψευση ελπίδων. Η αυτοπαραπλάνηση δημιουργεί εκρήξεις, ειδικά όταν περιμένουν έναν παλιό φίλο, που πρόσφατα έχασε την αγαπημένη του σύντροφο. Είναι ταραγμένοι και τόσο φοβισμένοι που νιώθουν πως είναι αδύνατον να τον παρηγορήσουν! Εδώ βρίσκεται η ανατροπή, καθώς ο επισκέπτης, ο Δημήτρης (Δημ. Μάριζας), όχι μόνο δεν θέλει παρηγοριά, αντίθετα έχει πενθήσει, έγινε σοφότερος, γεμάτος αγάπη για ζωή, νιώθει ευγνώμων που συνάντησε αυτή την κοπέλα, δεν μεμψιμοιρεί, κάνοντας τους υπόλοιπους της παρέας να δουν την αυταπάτη που μέχρι τώρα είχαν ως μέτρο στη συμπεριφορά τους, τόσο στις προσωπικές όσο και στις κοινωνικές εκδηλώσεις.

Η Μαρία Γεωργιάδου υποδύεται τη Μαρία, μια απατημένη σύζυγο, με ευάλωτο νευρικό σύστημα, ψυχαναγκαστική, οργισμένη με τον Μάνο (Μανώλης Ιωνάς), έναν αλαζονικό, εγωπαθή νάρκισσο, που συνάπτει σχέσεις εύκολα χωρίς αναστολές, γιατί έτσι πιστεύει ότι ζει και υπάρχει. Ό,τι καλό είχε στα νιάτα του το σκότωσε ο ίδιος.

Την Ειρήνη την ενσαρκώνει η Ειρήνη Παπαδημάτου, μια αφελής και απροσγείωτη ύπαρξη που κουράρει συνεχώς τον κατά φαντασίαν άρρωστο άντρα της (Τάσος Γιαννόπουλος), ο οποίος εμφανίζεται μόνο σε videο. Ο Κωνσταντίνος Μουταφτσής παίζει τον Ντίνο που είναι παντρεμένος με τη Ρωσίδα Κατρίνα (Κατερίνα Κωνσταντέλλου). Αυτό το ζευγάρι, παγιδευμένο σε βαλτωμένο γάμο, συγκρούεται χωρίς αποτέλεσμα, αφού η αξιοπρέπεια και για τους δυο έχει χαθεί προ πολλού.
Εκείνη, κατ’ επανάληψη ερωμένη άλλων ανδρών (ανάμεσά τους και ο πλούσιος Μάνος), είναι αξιολύπητη μέσα στο αδιέξοδό της, εκείνος προσποιείται τον άνετο, και ενώ γνωρίζει την αλήθεια, φέρεται με δουλοφροσύνη, υποταγμένος στη μοίρα του.

Όλοι αυτοί, λοιπόν, είναι τόσο «κανονικοί» τύποι, με την καθημερινότητα, τα όνειρά τους να περιορίζονται στα στενά πλαίσια της ύλης (σπίτια, ρούχα, αυτοκίνητα), ανίκανοι να αναπτύξουν ουσιαστικές σχέσεις φιλικές και όχι μόνο, ξεπουλούν την όποια αθωότητα και αυθορμητισμό είχαν μετατρέποντάς τα σε συναισθηματική αποστείρωση, φοβίες και εμμονές. Την ώρα που όλα αμφισβητούνται και έχουμε απανωτά ξεσπάσματα μικρής ή μεγάλης διάστασης, το κλίμα είναι εκρηκτικό, γιατί τα γλοιώδη προσωπεία πέφτουν και τους βλέπουμε σαν πιράνχας να τρώνε τις σάρκες τους. Μέσα σ’ αυτό τον κανιβαλισμό αποκαλύπτεται ο πυρήνας των ατόμων που πληγωμένα και αίολα στη ζωή αναζητούν μάταια την αποδοχή και την αγάπη. Υπάρχει δραματικότητα ανάμεικτη με σαρκασμό και χιούμορ, που σε πολλά σημεία γίνεται γέλιο ανακουφιστικό.

Οι ηθοποιοί καταπληκτικοί. Διακρίθηκαν οι Μαρία Γεωργιάδου, Κων. Μουταφτσής και Μανώλης Ιωνάς, η πρώτη για τις εναλλαγές του ρόλου της και το αδιαπραγμάτευτο ταλέντο της, ο δεύτερος για τη σκηνική παρουσία που μας συνεπήρε στο δικό του σύμπαν, χτίζοντας ένα χαρακτήρα ρεαλιστικότατο, με αληθινή δραματικότητα μέσα από την οποία παρήγαγε το αβίαστο κωμικό στοιχείο, και ο τρίτος ανταποκρίθηκε απόλυτα σε ένα πολύ δύσκολο ρόλο.

Σκηνοθεσία υπέροχη, γειωμένη, κομψή. Τα σκηνικά και κοστούμια (Νίκος Κασσαπάκης) υποστηρίζουν την επιφάνεια και το «σελοφάν» των ηρώων, τονίζοντας τη ματαιότητα και την απουσία του «εαυτού». Φωτισμοί Μανώλης Μπράτσης, πρωτότυπη μουσική Γιώργος Περού, φωνητικά Λίνα Ζηνά.

Χαρακτηριστικό στοιχείο, το κλάμα του παιδιού της Κατρίνας και του Ντίνου στην έναρξη του έργου, αλλά και στη λήξη του.

Η παράσταση αξιόλογη, οι συντελεστές, όλοι έμπειροι και ικανοί, συνετέλεσαν στο σπουδαίο αποτέλεσμα, με συμβολισμούς και προβληματισμό.

Το έργο επίκαιρο, αποτελεί παρακαταθήκη αποδέσμευσης και συνειδητής οριοθέτησης της ατομικότητας, καυτηριάζοντας την προχειρότητα, το φευγαλέο, το παροδικό και την αυτοεξόντωση.

Μια άρτια θεατρική δουλειά που αξίζει να την παρακολουθήσεις!