ΝΕΕΣ ΤΑΙΝΙΕΣ

 

Αριστουργήματα από Όρσον Γουέλς, Στάνλεϊ Κιούμπρικ και Ρόμπερτ Μάλιγκαν

Του Νίνου Φένεκ Μικελίδη

***** Το άγγιγμα του κακού (Ο άρχων του τρόμου)
Touch of Evil. ΗΠΑ, 1958. Μαυρόασπρη. Σκηνoθεσία: Όρσον Γουέλς. Σενάριο: Όρσον Γουέλς, από μυθ. Badge of Evil του Γουίτ Μάστερσον. Φωτογραφία: Ράσελ Μέτι. Μουσική: Χένρι Μαντσίνι. Ηθοποιοί: Τσάρλτον Ίστον, Τζάνετ Λι, Όρσον Γουέλς, Ακίμ Ταμίροφ, Μάρλεν Ντίτριχ, Τζόζεφ Καλέια, Ρέι Κόλινς, Ντένις Γουίβερ. 111 λεπτά.

«Το άγγιγμα του κακού» (αρχικός ελληνικός τίτλος, «Ο άρχων του κακού») είναι από τις ταινίες εκείνες που αποδείχνουν πως ένα μέτριο μυθιστόρημα και μια εταιρία παραγωγής ταινιών β’ κατηγορίας, μπορούν να δώσουν ένα μοναδικό (μπαρόκ, στην περίπτωση αυτή) αριστούργημα, φτάνει να έχουν για σκηνοθέτη ένα ιδιοφυή δημιουργό όπως ο Όρσον Γουέλς. Αρχικά είχε ζητηθεί από τον Γουέλς να ερμηνεύσει το ρόλο του διεφθαρμένου αστυνομικού στην ταινία.

Τη σκηνοθεσία της, ο Γουέλς ανέλαβε τυχαία όχι γιατί τον ήθελε ο παραγωγός της, βασιλιάς τον «μπι-μούβις», Άλμπερτ Ζάγκσμιθ, αλλά γιατί ο πρωταγωνιστής της, Τσάρλτον Ιστον, δέχτηκε να πρωταγωνιστήσει σ’ αυτήν πιστεύοντας ότι ο Γουέλς θα ήταν και σκηνοθέτης και ηθοποιός. Τελικά, το πρώην παιδί-θαύμα που είχε αναγκαστεί να αυτοεξοριστεί εξαιτίας της μεταχείρισής του από τον κόσμο του Χόλιγουντ (σε σχέση ιδιαίτερα με τις ταινίες του «Οι υπέροχοι Άμπερσον» και «Η κυρία απ’ τη Σαγκάη»), επέστρεψε στην Αμερική κι ανάλαβε να τη σκηνοθετήσει, πετώντας το σενάριο που του έδωσαν, βασισμένο στο βιβλίο Badge of Evil του Γουίτ Μάστερσον, και, χωρίς καν να έχει διαβάσει το βιβλίο, το ξανάγραψε από την αρχή, δίνοντας στην ταινία τον τίτλο «Touch of Evil» («Το άγγιγμα του κακού»).

Η ιστορία εκτυλίσσεται στα σύνορα ΗΠΑ-Μεξικού. Ένας πλούσιος μεξικανός κτηματίας σκοτώνεται όταν το αυτοκίνητό του ανατινάζεται μόλις περνάει τα σύνορα και μπαίνει στις ΗΠΑ. Την υπόθεση αναλαμβάνουν ο μεξικανός αστυνόμος της δίωξης ναρκωτικών Μάικ Βάργκας (Ίστον) και ο Αμερικανός αστυνόμος Χανκ Κουίνλαν (Γουέλς). Ο Κουίνλαν συλλαμβάνει αμέσως για ύποπτο το Μεξικανό Σάντσεζ, που έχει δεσμό με την κόρη του νεκρού, έχοντας ο ίδιος τοποθετήσει δυναμίτη στο διαμέρισμά του Σάντσεζ για να τον ενοχοποιήσει. Για να εμποδίσει μάλιστα τον Βάργκας από του να συνεχίσει τις δικές του έρευνες, που κινδυνεύουν ν’ αποκαλύψουν την όλη κατασκευή των ενοχοποιητικών στοιχείων, ο Κουίνλαν χρησιμοποιεί ανθρώπους του υποκόσμου για να ενοχοποιήσει την γυναίκα του Βάργκας (μια εξαιρετική Τζάνετ Λι, που συνδυάζει με τελειότητα τη φιληδονία με μια επιφανειακή αθωότητα).

 

Ένα από τα πιο εφιαλτικά θρίλερ που μας έδωσε ο κινηματογράφος, «Ο άρχων του κακού» ξεκινά με μια σκηνή που έχει πάρει θέση ανθολογίας στην ιστορία του κινηματογράφου και που μόλις πρόσφατα αποκαταστάθηκε σ’ όλη της τη δύναμη (παλιότερα η εταιρία είχε βάλει τους τίτλους της ταινίας πάνω από τη σκηνή, αποδυναμώνοντάς την). Πρόκειται για μια σκηνή δοσμένη σ’ ένα μεγάλης διάρκειας μονοπλάνο: ένα τράβελινγκ που ξεκινά από την πλευρά του Μεξικού, με τη μηχανή ν΄ ακολουθεί το αυτοκίνητο, δείχνοντας τη βόμβα κρυμμένη κάτω από τη μηχανή του, περνώντας μαζί μ’ αυτό τα σύνορα για να μπει στις ΗΠΑ, για να στραφεί, στη συνέχεια, στο νιόπαντρο ζευγάρι Ίστον-Λι που βρίσκονται εκεί για το μήνα του μέλιτος και να τελειώσει με την έκρηξη του αυτοκινήτου που το ζευγάρι βλέπει από μακριά.

 

Εδώ ο Γουέλς περιγράφει ένα κόσμο που βρίσκεται σε ηθικό αδιέξοδο, έτοιμο να προδώσει τη φιλία για χάρη της εξουσίας, ένα κόσμο διεφθαρμένο, που έχει φτάσει στα άκρα των δυνατοτήτων του, και που πρέπει να πω ταιριάζει ακόμη περισσότερο στην εποχή μας, το τέλος μιας πολυτάραχης, γεμάτης αγωνίες και απογοητεύσεις, χιλιετίας. Για να δημιουργήσει την ατμόσφαιρα αυτή, εκτός από τα μεγάλα πλάνα-σεκάνς, ο Γουέλς χρησιμοποιεί παραμορφωτικούς φακούς και ασυνήθιστες γωνίες λήψης, καθώς και μια εμπνευσμένη μουσική υπόκρουση (του Χένρι Μαντσίνι), μαζί με ένα εξπρεσιονιστικό φωτισμό (η μαυρόασπρη φωτογραφία είναι του μεγάλου Ράσελ Μέτι), που μετατρέπουν τα τεχνητά ντεκόρ και τους φυσικούς χώρους σε εφιαλτικά, καφκικά τοπία.

 

Ο ίδιος ο Γουέλς ερμηνεύει με ξεχωριστή δύναμη και επιβλητικότητα τον παχύσαρκο Κουίνλαν, φτιάχνοντας το πορτρέτο ενός αξιοθρήνητου, διεφθαρμένου αστυνομικού που δρα με βάση το ένστικτό του, και, ακολουθώντας το απόφθεγμα «ο σκοπός αγιάζει τα μέσα», χαλκεύει τα γεγονότα για να φτάσει στο σκοπό του. Γύρω του, όπως συχνά στις ταινίες του, μια πινακοθήκη εκκεντρικών χαρακτήρων μ’ επικεφαλής μια Μάρλεν Ντίτριχ στο ρόλο της Μεξικάνας τσιγγάνας, φίλης του Κουίνλαν, που προλέγει στα χαρτιά το τραγικό τέλος του.

***** Η λάμψη

The Shining. Βρετανία, 1980. Σκηνοθεσία: Στάνλεϊ Κιούμπρικ. Σενάριο: Στάνλεϊ Κιούμπρικ, Νταϊάν Τζόνσον, από μυθ. Στίβεν Κινγκ. Ηθοποιοί: Τζακ Νίκολσον, Σέλεϊ Ντιβάλ, Ντάνι Λόιντ, Σκάτμαν Κρόδερς, Μπάρι Νέλσον. 146 λεπτά.

 

Σε επανέκδοση, ένα από τα μεγάλα αριστουργήματα του Στάνλεϊ Κιούμπρικ, αναμφισβήτητα η καλύτερη ταινία τρόμου που μας έδωσε ο κινηματογράφος, με την οικογένεια Τόρενς (Τζακ Νίκολσον ο πατέρας, Σέλεϊ Ντιβάλ η μητέρα και Τόνι Λόιντ ο μικρός γιος) να αντιμετωπίζει τις πιο ανατριχιαστικές, φοβιστικες, διαβολικές “εμφανίσεις”, όταν αναλαμβάνει τη φροντίδα ενός απομονωμένου, άδειου, χιονισμένου ξενοδοχείου στη διάρκεια του χειμώνα.

Από τις πρώτες κιόλας σκηνές, ο Κιούμπρικ, με τη βοήθεια της ατμοσφαιρικής φωτογραφίας του Τζον Άλκοτ, μας οδηγεί σταδιακά και με σιγουριά σε ένα λαβύρινθο σκότους και τρόμου, οπου το κάθε τι δεν ειναι οπως ακριβώς το φανταζόμαστε (ή το φαντάζονται τα τρία πρόσωπα της ταινίας του), όπου το καθημερινό και το απλό είναι βουτηγμένα στην αβεβαιότητα και το μυστήριο, όπου το σκοτάδι και οι σιωπές κρύβουν μια υπερφυσική “λάμψη”, όπου τα αμέτρητα, άδεια, δαιδαλώδη δωμάτια του ξενοδοχείου κρύβουν φρικιαστικά μυστικά, όπου ένας φιλήσυχος, προσγειωμένος οικογενειάρχης αρχίζει να μετατρέπεται σε διαβολικό ον.

Ο Κιούμπρικ και η συν-σεναριογράφος του Νταϊάν Τζόνσον κατάφεραν να μετατρέψουν το ήδη εφιαλτικό μυθιστόρημα του Στίβεν Κινγκ σε μιαν από τις πιο εφιαλτικές, τρομακτικές κινηματογραφικές εμπειρίες, με έναν εκπληκτικό Τζακ Νίκολσον να τονίζει τη διαβολική πλευρά του χαρακτήρα του.

**** Σκιές και σιωπή

To Kill a Mocking Bird. ΗΠΑ, 1962. Μαυρόασπρη. Σκηνοθεσία: Ρόμπερτ Μάλιγκαν. Σενάριο: Χόρτον Φουτ, από μυθ. Χάρπερ Λι. Φωτογραφία: Ράσελ Χάρλαν. Μουσική: Έρνεστ Μπερστίν. Ηθοποιοί: Γκρέγκορι Πεκ, Τζον Μέγκνα, Φρανκ Όβερτον, Ρόζμαρι Μέρφι, Ρόμπερτ Ντιβάλ. 129 λεπτά.

 

H ταινία όμως που επέβαλε τον Ρόμπερτ Μάλιγκαν ως σκηνοθέτη με ξεχωριστή δύναμη, διεισδυτικότητα και ευαισθησία ήταν η γυρισμένη το 1962 Σκιές και σιωπή, στην οποία παραγωγός είναι ο τακτικός του τότε συνεργάτης, και στη συνέχεια σκηνοθέτης, Άλαν Πακούλα. Η ιστορία, βασισμένη στο μυθιστόρημα της Χάρπερ Λι, «Όταν σκοτώνουν τα κοτσύφια» (To Kill a Mocking Bird), περιγράφει ένα φυλετικό δράμα σε μια Νότια πολιτεία της Αμερικής, στην περίοδο της μεγάλης ύφεσης, την άδικη κατηγορία ενός νέγρου για το βιασμό μιας λευκής γυναίκας και του αγώνα ενός φιλελεύθερου δικηγόρου να αποδείξει την αθωότητά του.

 

Δυο είναι τα βασικά θέματα της ταινίας, το φυλετικό πρόβλημα και ο κόσμος των παιδιών, με το δεύτερο, θέμα πρέπει να πω με το οποίο ο Μάλιγκαν καταπιάστηκε με την ίδια ξεχωριστή αγάπη και στο Καλοκαίρι του ’42. Η ζωή στην Αλαμπάμα του 1930 περιγράφεται χωρίς συναισθηματισμούς, αλλά και χωρίς μεγάλες δραματικές συγκρούσεις –η όλη ταινία δίνεται σ’ ένα μεγάλο φλας-μπακ που περιγράφεται στο πρώτο πρόσωπο από το εξάχρονο κοριτσάκι που έχει μεγαλώσει– και ο κόσμος των παιδιών, που έρχεται αντιμέτωπος με τη στενοκεφαλιά, την κακία, τα μίση και το ρατσισμό των μεγάλων, αλλά και με τις μικρές χαρές και τις ασήμαντες για τους μεγάλους λεπτομέρειες που δίνουν στον κόσμο αυτόν μια φανταστική υπόσταση, δίνεται με πραγματική γνώση και ρεαλισμό, αλλά και ποίηση που μπορεί άφοβα να συγκριθεί με τον κόσμο που μονάχα μια φούχτα ταινίες μπόρεσαν μέχρι σήμερα να μας δώσουν –Το ποτάμι (The river, 1951) του Ζαν Ρενουάρ, Τυφώνας στην Τζαμάικα (A High Wind in Jamaica, 1965) του Αλεξάντερ Μακέντρικ και μερικές άλλες.

Εκτός από την εξαιρετική, φροντισμένη ως την παραμικρή της λεπτομέρεια, σκηνοθεσία του Ρόμπερτ Μάλιγκαν (Αγάπησα ένα ξένο, Έρωτες που σβήνουν την αυγή, Στη σκιά του φεγγαριού, Η ανατομία ενός γκάνγκστερ) και το εξαίρετο σενάριο του Νόρτον Φουτ (Όσκαρ σεναρίου), αξίζει να προσθέσω και τις πραγματικά καταπληκτικές ερμηνείες που ο Μάλιγκαν καταφέρνει ν’ αποσπάσει από τους μικρούς πρωταγωνιστές του, καθώς και από τον Γκρέγκορι Πεκ στο ρόλο του φιλελεύθερου δικηγόρου πατέρα, που δίκαια του χάρισε το Όσκαρ ερμηνείας (ο ίδιος σε μια μεγάλη, εφ’ όλης της ύλης, συνέντευξη που μου έδωσε στο πλαίσιο του φεστιβάλ Βερολίνου, παραδέχτηκε πως αυτός ήταν ο πιο αγαπημένος του ρόλος).

 

** 1/2 – Δουνκέρκη

Dunkirk. ΗΠΑ, 2017. Σκηνοθεσία-σενάριο: Κρίστοφερ Ντόλαν. Ηθοποιοί: Φιόν Γουάιτχεντ, Ντάμιεν Μπονάρντ, Ανιούριν Μπάρναρντ, Τομ Χάρντι, Μάρκ Ράιλανς, Κίιλιαν Μέρφι, Κένεθ Μπράνα. 106 λεπτά.

Την εκκένωση των χιλιάδων Βρετανών στρατιωτών από τις ακτές της Δουνκέρκης, στη διάρκεια του Β´ Παγκόσμιου Πολέμου, υπό τα συνεχή πυρά του γερμανικού στρατού και αεροπορίας, καταγράφει στην άνιση, ενδιάμεσα συναρπαστική, πολεμική αυτή ταινία του ο Κρίστοφερ Νόλαν. Μετά από μια σειρά μπλοκ-μπάστερ ατέλειωτης δράσης και ειδικών εφέ (“Inception”, “Interstellar”, “Ο σκοτεινός ιππότης”), ο Βρετανός σκηνοθέτης επιστρέφει στα πάτρια εδάφη για να αφηγηθεί ένα από τα πιο σημαντικά κεφάλαια στην εξέλιξη του πολέμου αλλά και της πρόσφατης ιστορίας της Βρετανίας.

Εντυπωσιακή για όσους παρασύρονται εύκολα από το επιδειξιακό στιλ του σκηνοθέτη, πολεμική ταινία, αν και, πρέπει να προσθέσω, πολύ περισσότερο ταινία καταστροφής, μια και ολόκληρη η ταινία στρέφεται γύρω από την εκκένωση των συμμαχικών στρατευμάτων υπό το συνεχές σφυροκόπημα των βομβών των χιτλερικών στρατευμάτων, σε μια ήδη χαμένη για τους συμμάχους μάχη, όπως χαρακτηριστικά παραδέχεται κάποια στιγμή στην ταινία ο βρετανός αξιωματικός που υποδύεται ο Κένεθ Μπράνα, για να δώσει το χρόνο για την προετοιμασία της επόμενης μεγάλης μάχης της Βρετανίας.

Βλέποντας τους συνεχείς βομβαρδισμούς των πλοίων, τους μαζεμένους, παγιδευμένους στις ακτές της Δουνκέρκης στρατιώτες (σε μια από τις καλύτερες και πιο εντυπωσιακές σκηνές, λίγο πριν από την επίθεση των αεροπλάνων της Λούφτβαφε, τους βλέπουμε να στέκονται σε μεγάλες ουρές στην ακτή, λες και περιμένουν κάποιο λεωφορείο) να σκορπάνε τρομαγμένοι προσπαθώντας να σωθούν, άλλους να πηδάνε από τα βομβαρδισμένα πλοία ή να καίγονται από τα φλεγόμενα λάδια που έχουν σκορπιστεί γύρω από τα βυθισμένα πλοία, και άλλους να πνίγονται αποκλεισμένοι στα αμπάρια, μου έφερνε στο νου αντίστοιχες, το ίδιο εντυπωσιακές, σκηνές καταστροφής στον “Τιτανικό” του Κάμερον. Μόνο που ο Κάμερον περιόρισε τις σκηνές καταστροφής στο ένα τρίτο της ταινίας του, ενώ ο Ντόλαν στη δίκη του φιλόδοξη, επική περιπέτεια ξεκινάει τον καταιγισμό του θεατή από τα γερμανικά πυρά από το πρώτο λεπτό χωρίς να τον αφήνει να πάρει ανάσα.

 

Πέρα από την άρτια οργανωμένη συνεχή δράση, ανάμεσα στα άλλα στοιχεία που ο Νόλαν ξέρει να εκμεταλλεύεται για να εντυπωσιάσει είναι η δημιουργία του σασπένς, με σωστό, σφιχτό μοντάζ και μια δοσμένη με έντονο ρεαλισμό σφαγή, μαζί με την έντονη, έξυπνα χρησιμοποιημένη μουσική του Χανε Ζίμερ και την ωραία φωτογραφία του Χόιτ Βαν Χόιτεμα που καταγράφει με ρεαλισμό τα πρόσωπα με τις εκφράσεις του αβάσταχτου τρόμου και του πανικού που τους κυριεύει, χωρίς να ξεχνάμε και το παιχνίδι με το χρόνο (τα τρία κεφάλαια της ταινίας έχουν παράλληλη χρονική εξέλιξη), κάτι που αρέσει να εκμεταλλεύεται στις ταινίες του ο Νόλαν. Στην αντίθετη, αρνητική πλευρά της ταινίας, η κοινότοπη συναισθηματική ιστορία γύρω από το μικρό ιδιωτικό πλεούμενο που αναλαμβάνει να βοηθήσει στην εκκένωση, η έλλειψη δράματος και η σκιαγράφηση χαρακτήρων, με εξαίρεση τους δυο νεαρούς στρατιώτες (Φιόν Γουάιτχεντ και Ντάμιεν Μπονάρντ) που προσπαθούν να γλιτώσουν με κάθε τρόπο (με όλα τα αναμενόμενα κλισέ), και τον τρομοκρατημένο στρατιώτη, που αρνείται να επιστρέψει στο χώρο της σφαγής (ένας πολύ καλός Κίλιαν Μέρφι που προσπαθεί να ζωντανέψει όσο καλύτερα μπορεί τον τυποποιημένο χαρακτήρα του). Έξυπνη πάντως η ιδέα του σκηνοθέτη να παρουσιάσει, στα τελευταία πλάνα, τον ιστορικό λόγο του Τσόρτσιλ για την τραγωδία αλλά και την ενθάρρυνση για τη μελλοντική αντίσταση που ακολούθησε να διαβάζεται, αυτή τη φορά, όχι από τον ίδιο τον Βρετανό πρωθυπουργό (πράγμα που έχουμε δει δεκάδες φορές σε αγγλικές ταινίες) αλλά από ένα απλό στρατιώτη.

 

** 1/2 – Ο περιθωριακός

Le marginal. Γαλλία, 1983. Σκηνοθεσία: Ζακ Ντερέ. Σενάριο: Ζακ Ντερέ, Ζαν Ερμάν, Μισέλ Οντιάρ. Ηθοποιοί: Ζαν-Πολ Μπελμοντο, Χένρι Σίλβα, Τσεκί Καριό, Μισέλ Ρομπέν. 100 λεπτά.

Σε επανέκδοση η αστυνομική αυτή, επηρεασμένη από τα αντίστοιχα αμερικανικά θρίλερ, περιπέτεια με τον Ζαν-Πολ Μπελμοντό στο ρόλο του επιθεωρητή Ζορντάν που φτάνει στη Μασαλία για να ξεσκεπάσει και να εξοντώσει μια συμμορία διακινητών ναρκωτικών. Μια ακόμη συνεργασία του Μπελμοντό με τον Ντερέ (“Μπορσαλίνο”, “Αστυνόμος διώξεως του εγκλήματος”), που δυστυχώς σήμερα φαίνεται κάπως ξεπερασμένη. Εκείνο που της δίνει κάποια φρεσκάδα ειναι το χιούμορ και μερικά ωραία σκηνοθετημένα κυνηγητά με ελικόπτερο και βάρκα. Πολύ πιο ενδιαφέρουσες πιστεύω θα ήταν επανεκδόσεις καλύτερων γαλλικών αστυνομικών θρίλερ, από σκηνοθέτες όπως ο Ζαν-Πιέρ Μελβίλ και Αλέν Κορνό.