Του Συμεών Σολταρίδη

Το τελευταίο χρονικό διάστημα η περιοχή της Ανατολικής Μεσογείου μετατράπηκε σε σημείο αντιλεγόμενο και τα συμφέροντα τρίτων χωρών που μεσολαβούν για ειρηνική διευθέτηση των διαφορών μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας, δεν είναι τίποτε άλλο παρά ένα συνεχές ενδιαφέρον με σκοπό να δυναμώσουν την παρουσία τους εκεί.

Σχετικά με την ένταση έθεσα ερώτηση σε επιστήμονες κυρίως διεθνολόγους και πρώην διπλωμάτες οι οποίοι μου απάντησαν. Η ερώτηση είναι προς όλους:

–      Η τεταμένη ατμόσφαιρα της περιόδου που περάσαμε και περνάμε  στην Ανατολική Μεσόγειο, επηρέασε αρνητικά τις ελληνοτουρκικές σχέσεις. Κάτω από αυτό το πρίσμα, πώς σχολιάζετε την ένταση αυτή;

Θεόδωρος Τσίκας, πολιτικός επιστήμονας, διεθνολόγος

«Πληρώνουμε την αναβλητικότητα πολλών δεκαετιών ως προς την επίλυση των προβλημάτων, λόγω φόβου για πολιτικό κόστος.

Αν δεν επιλυθούν ελληνοτουρκικές διαφορές και Κυπριακό, κάθε νέο ζήτημα όπως των ΑΟΖ, θα μας φέρνει ένα βήμα πριν το χείλος  του γκρεμού. Δεν θα έπρεπε να εκπλήξει κανέναν η επιθετική στάση της Τουρκίας. Διεκδικεί ρόλο ισχυρής περιφερειακής δύναμης και δεν μπορεί να επιβεβαιώσει αυτόν το ρόλο χωρίς συμμετοχή στο ενεργειακό παιχνίδι.

Η Τουρκία θεωρεί ότι Ελλάδα και Κυπριακή Δημοκρατία κάνουν «μονομερείς» κινήσεις. Ότι μέσω των συνεργασιών με Αίγυπτο και Ισραήλ προσπαθούν να την αποκλείσουν από την αξιοποίηση των ενεργειακών πόρων στην Ανατολική Μεσόγειο. Το θέμα είναι τι επιδιώκουμε εμείς. Στόχος μας είναι γενικά να αποκρούσουμε την στάση της  Τουρκίας, να την καταγγέλλουμε, να ζητάμε κυρώσεις, αφήνοντας τα προβλήματα  άλυτα; Και να ζητάμε συνεχώς συμπαράσταση από ΕΕ ή άλλους διεθνείς παράγοντες; Μα αυτοί αφού δηλώσουν στήριξη , ζητούν από εμάς διάλογο με την γειτονική χώρα».

 

Κώστας Υφαντής , καθηγητής  στο Πάντειο Παν. διεθνολόγος

«Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι εδώ και περίπου 2 χρόνια έχουμε εισέλθει σε μια περίοδο υψηλής έντασης με την Τουρκία. Να τονίσω ότι δυστυχώς αποτύχαμε να εκμεταλλευτούμε την εικοσαετία 1999-2019 που ήταν η μεγαλύτερη περίοδος ηρεμίας και ενίσχυσης των επαφών σε πολλά επίπεδα (πολιτικό, οικονομικό, κοινωνικό).

Η ραγδαία μεταμόρφωση της Τουρκίας επί το συντηρητικότερο, πιο εθνικιστικό και «μεγαλοϊδεατικό» έκλεισε το όποιο παράθυρο ευκαιρίας. Η υιοθέτηση ενός νέου εθνικού αφηγήματος (γαλάζια πατρίδα) με αναφορές σε ένα οθωμανικό αυτοκρατορικό παρελθόν και η διπλωματική και στρατιωτική εμπλοκή σε μία περιοχή που ξεκινά από τον Καύκασο και το Ιράκ και φτάνει μέχρι την Λιβύη και το Σουδάν έχουν μεταλλάξει τα ζητήματα του Αιγαίου και το Κυπριακό ως ζητήματα που αφορούν στις ευρύτερες περιφερειακές φιλοδοξίες της Άγκυρας να διαμορφώσει τις εξελίξεις σε ένα νέο πλαίσιο (πολιτικό Ισλάμ, Αδελφοί Μουσουλμάνοι κλπ)».

 

Παναγιώτης Ιωακειμίδης,  Ομότιμος καθηγητής του Πανεπιστημίου Αθηνών

 

«Η οξύτατη ένταση στις Ελληνοτουρκικές σχέσεις ξεκίνησε με ευθύνη της Τουρκίας από τον περασμένο Νοέμβριο με την υπογραφή του (παράνομου) μνημονίου Τουρκίας – Λιβύης και κλιμακώθηκε με τις έκνομες ενέργειές της στην Αν. Μεσόγειο. Υπήρξε η μακρύτερης χρονικής διάρκειας ένταση των τελευταίων δεκαετιών. Ευτυχώς υπήρξε αποκλιμάκωση της έντασης μετά από παρέμβαση πολλών παραγόντων, κυρίως Ευρωπαϊκής Ένωσης και Γερμανίας, αν και δεν έχει σταματήσει η τοξική ρητορική που εκπέμπεται από την Άγκυρα. Θα πρέπει άμεσα να σταματήσει και αυτή.

Και οι δύο χώρες θα πρέπει για ένα διάστημα να χαμηλώσουν τους τόνους, να αποφύγουν τη “διπλωματία του μεγαφώνου”, προκειμένου να δώσουν την ευκαιρία στον επικείμενο διερευνητικό διάλογο να πετύχει πρόοδο και έτσι να ανοίξει ο δρόμος για την επίλυση των προβλημάτων είτε μέσω διαπραγμάτευσης είτε με την παραπομπή τους στη Διεθνή Δικαιοσύνη, Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης (ΔΔΧ).  Άλλος δρόμος για την ειρηνική επίλυση των οποιωνδήποτε διαφορών δεν υπάρχει.

Η σύγκρουση δεν συνιστά επιλογή και δεν επιλύει προβλήματα. Δημιουργεί νέα. Επομένως ελπίζεται  μέσα από την πρόσφατη κρίση να γεννηθούν δύο σημαντικές θετικές προοπτικές. Πρώτον, η προοπτική για την επίλυση των ελληνοτουρκικών προβλημάτων έστω σε κάποιο βάθος χρόνου και, δεύτερον, η προοπτική μιας στενότερης σχέσης Τουρκίας – Ευρωπαϊκής ένωσης, κάτι που εξυπηρετεί και τα ελληνικά συμφέροντα».

 

 

 

Δημήτρης Τριανταφλλου

Καθηγητής Διεθνών Σχέσεων, Πανεπιστήμιο Kadir Has, Istanbul

 

«Η ένταση σχετίζεται με θεσμικές εξελίξεις και ανακατατάξεις. Μια αφορά τις ανακατατάξεις στο παγκόσμιο περιβάλλον ασφάλειας όπου διαφαίνεται μια ραγδαία αποδόμηση τους πολυμερούς κανονιστικού πλαισίου που διέπει τις σχέσεις μεταξύ των χωρών κατά την διάρκεια του Ψυχρού Πολέμου και έκτοτε προς την δημιουργία ενός πολυπολικού διεθνούς  συστήματος, όπου οι μεγάλες δυνάμεις που απαρτίζουν τους πόλους αντιμετωπίζουν τις σχέσεις μεταξύ τους ανταγωνιστικά.

Η Τουρκία θέλοντας να προασπίσει καλύτερα τα συμφέροντα της βρίσκεται σε μια πορεία να αναδειχθεί σε ένα από τους σημαντικούς αυτούς πόλους βλέποντας ότι, μεταξύ άλλων, δεν μπορεί και δεν επιθυμεί να ανταποκριθεί στα κριτήρια ένταξης της στην Ευρωπαϊκή Ένωση και την διεύρυνση του ζωτικού της χώρο, όπως η ίδια το αντιλαμβάνεται, μέρους του οποίου συμπεριλαμβάνει εικαζόμενα κυρίαρχα δικαιώματα της Ελλάδας. Στην προσπάθεια της να προβάλλει τις θέσεις της δια της προβολής ισχύς αφύπνισε τα αντανακλαστικά της Ελλάδος που προσπαθεί να επαναφέρει την Τουρκία σε ένα τραπέζι διαλόγου. Οι δυο αντικρουόμενες αυτές προσεγγίσεις μας έχουν φέρει στο σημείο που βρισκόμαστε σήμερα».

 

Θάνος Βερέμης,  Αντιπρόεδρος Δ.Σ. ΕΛΙΑΜΕΠ, Ομότιμος Καθηγητής, Τμήμα Πολιτικής Επιστήμης και Δημόσιας Διοίκησης, Πανεπιστήμιο Αθηνών, Ιστορία, Διεθνείς Σχέσεις

 

«Η ένταση προκλήθηκε από την απουσία των ΗΠΑ από την περιοχή γενικά. Δεύτερον , η φύση μισεί τα κενά.  Ό Τούρκος Πρόεδρος έσπευσε να παίξει τον ρόλο του εξουσιαστεί στην περιοχή αυτή. Έπαιξε σε πολλά ταμπλό και έτσι δημιουργήθηκε ένταση μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας».

Θόδωρος Θεοδώρου,  Πρέσβης ε.τ, Γενικός διευθυντής  Ερευνητικού Κέντρου ΜΟΗΑ-Καβάλα  

«Η πολιτική που προωθεί η Τουρκία δεν είναι πρωτότυπη ούτε μας εκπλήσσει. Επειδή γνωρίζουμε καλά το γείτονά μας είμαστε προετοιμασμένοι σε όλους τους τομείς με αποτέλεσμα να μην αιφνιδιαζόμαστε. Παρά την μακροχρόνια οικονομική κρίση που χρειάστηκε να αντιμετωπίσουμε, όταν προκληθήκαμε επιβεβαιώθηκε η διπλωματική και αμυντική μας αρτιότητα. Συγκρατήσαμε την πρόκληση στα τραπέζια της διπλωματίας και ο λαός μας δεν γνώρισε μεγαλύτερες περιπέτειες, παρ όλο που κάποιες απαντήσεις μας ήταν ισχυρές (επεισόδιο φρεγατών)».

 

Αφεντούλης  Λαγγίδης,  Διδάκτωρ Διεθνών Σχέσεων στο Πάντειο Πανεπιστήμιο, διδάσκει στο Τμήμα Διεθνών και Ευρωπαϊκών Σπουδών και στο Τμήμα Επικοινωνίας, Μέσων και Επικοινωνίας του Παντείου Πανεπιστημίου.

 

«Θα πρέπει εμφατικά να επισημανθεί πως το γενεσιουργό πλαίσιο της έντασης μεταξύ των δυο χωρών, εξακολουθεί να υφίσταται, καθώς δεν μπορεί να αντιμετωπισθεί ως μοναδικότητα στην εξωτερική συμπεριφορά της τουρκικής πλευράς, η οποία αντιλαμβάνεται πως ο ρόλος της στο διεθνές σύστημα, περιορίζεται ασφυκτικά από τα νέα δεδομένα της χώρας, (πληθυσμιακά, στρατιωτικά, οικονομικά και πολιτισμικά), τροφοδοτώντας μια “δυσανεξία” σε όρους επιρροής που φθάνει σε διαθέσεις αναθεωρητικές του παρόντος status quo.

Όσο το “πρόκριμα” για την από μέρους της Άγκυρας “υπέρβαση” των ασφυκτικών πλαισίων που τίθενται από το υπάρχον διεθνοπολιτικό πλαίσιο, εκφράζεται μέσα από την χρήση του “ισχυρού βραχίονος” της Ισχύος, δηλαδή με την στρατιωτική επιλογή (απειλή ή χρήση ένοπλης βίας), η ένταση δημιουργεί αναπόδραστα ανακλαστικά “αντι-συσπείρωσης” που εκφράζεται με τη σειρά της μέσα από μια διέγερση των αισθημάτων απειλής που δημιουργούνται στην άλλη πλευρά (Αθήνα-Λευκωσία, αλλά και άλλων μερών).

Το δυσάρεστο είναι πως το “δίλημμα ασφαλείας” (security dilemma) στην ελληνοτουρκική περίπτωση, δεν είναι αποτέλεσμα προσλήψεων ή/και προκαταλήψεων, αλλά είναι ή δίνει την αίσθηση πως στηρίζεται στην πραγματικότητα».

 

Σωτήρης  Σέρμπος,  Αναπληρωτής Καθηγητής Διεθνούς Πολιτικής στο Δ.Π.Θ. και Ερευνητής στο ΕΛΙΑΜΕΠ.

 

«Η παρούσα κρίση των ε/τ σχέσεων περιλαμβάνει δύο σημαντικές διαφορές συγκριτικά με αντίστοιχες του παρελθόντος:

Η Τουρκία έχει ενεργοποιήσει το «γεωπολιτικό της χαρτί» και στο υποσύστημα της Ανατολικής Μεσογείου. Μεταξύ άλλων, περιλαμβάνει τη φιλοδοξία της να αναδειχθεί ως κομβική ναυτική δύναμη. Εξέλιξη που θα συντελέσει στην ενίσχυση της σφαίρας επιρροής της σε μια ευρύτερη περιοχή (περιλαμβάνεται και η Αφρική ως η τελευταία μεγάλη αγορά του πλανήτη) και σε μια περίοδο όπου η περιφερειακή ισορροπία δυνάμεων «σβήνεται και ξαναγράφεται». Γι’ αυτό και επιμένει στην οριοθέτηση θαλασσίων ζωνών συμβατών με το δόγμα της «Γαλάζιας Πατρίδας». Ενδεικτικά, επιχειρώντας μακριά από το έδαφός της (βλ. Λιβύη) και με την ιδιότητα της εκστρατευτικής δύναμης, η Άγκυρα στέλνει μήνυμα στις ΗΠΑ, οι οποίες συνεχίζουν να ανησυχούν τόσο για την ενίσχυση του ρωσικού αποτυπώματος (μετά τη Συρία και στην ανατολική Λιβύη) όσο και του κινεζικού (εμπόριο-οικονομία)».

 

Πέτρος Μαυροειδής, Πρέσβης επί τιμή

«Η ένταση υπάρχει και συνεχίζεται. Η Ελλάδα δεν υποστηρίχτηκε όσο έπρεπε από την Γερμανία. Η Τουρκία άνοιξε την Αμμόχωστο , κατέβασε το Ορούτς Ρέις και έρχεται ο ΥΠΕΞ της Γερμανίας, να κάνει τι;

Φαίνεται ότι δεν λένε τίποτε στον Ερντογάν, γιατί μάλλον ο Μητσοτάκης υποσχέθηκε και δεσμεύτηκε ότι θα λυθούν τα Ελληνοτουρκικά. Φαίνεται η Γερμανία τον κρατά με τις υποθέσεις Novartis και Siemens.

Ενταση λοιπόν υπάρχει γιατί ο Ερντογάν δημιουργεί την ένταση γιατί όπως φαίνεται θέλει να την προβάλει έναντι της εσωτερικής πολιτικής και οικονομικής κρίσης, της πανδημίας και θεωρεί μάλλον ότι η Ελλάδα με βάσει των τελευταίων δηλώσεων  που έγιναν θα πάει για ένα θέμα στις διερευνητικές και μας απειλεί για πολλά . Μάλλον αυτά τα μηνύματα μας μεταφέρει ο Γερμανός Υπ. Εξ . Ή αν προμηνύεται η ήττα του Τράμπ, οπότε ο Ερντογάν θέλει να προλάβει.

Θεωρώ ότι δεν θα πάει σε θερμό επεισόδιο γιατί οι Τούρκοι θα χάσουν. Και αυτό γιατί η περίπτωση της Ελλάδας δεν είναι Συρία. Πιστεύω ότι ο στρατός είναι εναντίον του και μια ήττα μπορεί να επιφέρει πραξικόπημα.

Η συνεχιζόμενη ένταση οφείλεται αποκλειστικά στον Ερντογάν, στα σχέδια του Ερντογάν. Σε αυτή την ένταση παίζει ρόλο και ο διεθνής παράγοντας που δεν έκανε τίποτε για να την μειώσει. Επί πλέον  αυτή  την ένταση  οφείλεται και σε δικά μας λάθη».