Της Ζωής Τόλη
«Λαμπεντούζα», του Άντερς Λουστγκάρτεν, σε μετάφραση της Αγγελικής Κοκκώνη, σκηνοθεσία του Βαγγέλη Θεοδωρόπουλου, με τον Αργύρη Ξάφη και τη Χαρά-Μάτα Γιαννάτου, στο Θέατρο του Νέου Κόσμου.

Η Λαμπεντούζα γράφτηκε ύστερα από παραγγελία του θεάτρου Σόχο του Λονδίνου, στο πλαίσιο αφιερώματος στο σύγχρονο πολιτικό θέατρο. Ανέβηκε στο Σόχο την άνοιξη του 2015 και επαναλήφθηκε στο Hightide Festival το φθινόπωρο της ίδιας χρονιάς, ύστερα από τη μεγάλη ανταπόκριση που βρήκε στο κοινό. Ο Λουστγκάρτεν, βραβευμένος Βρετανός θεατρικός συγγραφέας, ασχολείται και με το διεθνή πολιτικό ακτιβισμό και ιδιαίτερα με το ρόλο των πολυεθνικών εταιρειών στις αναπτυσσόμενες χώρες.

Ένα κείμενο που εξαίρει τη βαθύτερη ουσία του ανθρώπινου είδους, ενάντια στο ρατσισμό, την ξενοφοβία, την αμάθεια, ένα πολιτικό μανιφέστο που αντιμάχεται την άποψη «τι θέλουν αυτοί εδώ;», «να πάνε στην πατρίδα τους».

Η υπόθεση και η ανάλυση του έργου
Η ιστορία κινείται σε δύο διαφορετικούς τόπους, στο όμορφο ιταλικό νησί της Λαμπεντούζα και βορειότερα στο Μπίστον της Αγγλίας, με ήρωες τον Στέφανο, που είναι ψαράς από οικογένεια ψαράδων, και την Ντενίζ, μια Κινεζοεγγλέζα φοιτήτρια, που μαζεύει δόσεις καταναλωτικών δανείων για λογαριασμό εισπρακτικής εταιρείας.

Η μοίρα τους κοινή, καθώς η δουλειά τους έχει γίνει βάσανο και καθημερινή ταλαιπωρία. Ο ψαράς αντί για ψάρια περισυλλέγει σώματα μεταναστών, ζωντανών και νεκρών, πράγμα που τον θλίβει απεριόριστα. Αντικρίζει την αγαπημένη του θάλασσα, τη Μεσόγειο, να έχει μετατραπεί σε φυλακή τόσων αθώων ψυχών, ένα σκηνικό φρίκης. Η μιγάς Ντενίζ καθημερινά αντιμετωπίζει το ρατσισμό των οφειλετών, που θέλουν να την ξεφορτωθούν για ευνόητους λόγους. Η απασχόληση που βρήκε για να πληρώνει τα δίδακτρα της σχολής της είναι οδυνηρή και μη αποδεκτή στο πλαίσιο της ανθρωπιάς και της αλληλεγγύης. Υποφέρει και δεν το εγκρίνει, αλλά η ανεργία και η φτώχεια την αναγκάζουν. Ο τρόπος που το αντιμετωπίζει εμπεριέχει πόνο, αλλά αυτό που βγαίνει ως συναίσθημα είναι κάτι σχεδόν κυνικό, γιατί γνωρίζει πολύ καλά πώς λειτουργεί το καθεστώς σε έναν παγκοσμιοποιημένο πλανήτη. Το περιθώριο στο οποίο ζουν και οι δύο χαρακτήρες του έργου είναι ίδιο και η «δουλειά» τους άβολη, άχαρη και ψυχοφθόρα.

Το κείμενο εστιάζει στην τύχη των οικονομικών μεταναστών, ξεριζωμένων πολέμου και πολιτικών προσφύγων, ανθρώπων στοιβαγμένων σε βάρκες και σαπιοκάραβα, απομεινάρια μιας ζωής κατεστραμμένης. «Σκουπίδια» και «παρίες» χαρακτηρίζονται από πολλούς Ευρωπαίους, που ξέγνοιαστοι απολαμβάνουν (και αυτό χωράει συζήτηση) τα αγαθά του δυτικού πολιτισμού, αγνοώντας τον εφιάλτη του φόβου και του πολέμου. Αυτή η συμπεριφορά τους εμπεριέχει στοιχεία ύβρεως, καθώς παραβαίνουν νόμους εδραιωμένους χρόνια, οι οποίοι στηρίζουν πολιτισμικές δομές σε παγκόσμιο επίπεδο για προστασία θεμελιωδών ανθρώπινων δικαιωμάτων.

Ο συγγραφέας συνδέει τις ιστορίες, την οδύσσεια των βασανισμένων της Μεσογείου με κατεύθυνση την Ευρώπη, με τους μειονεκτούντες/κατατρεγμένους της Γηραιάς Ηπείρου, υπόδουλους σε ένα σύστημα πολυεθνικών, που αμείλικτα απομυζούν ό,τι ζωντανό και υγιές ακόμα υπάρχει, χτυπώντας περισσότερο τη νέα γενιά, τα όνειρά τους για ελευθερία και γενικά καλύτερη ζωή. Εδώ αποκαλύπτεται ο θεματικός πυρήνας του θεατρικού, που δεν είναι άλλος από το υπαρξιακό ζήτημα και το αίσθημα του «ανήκειν», αναφαίρετο δικαίωμα όλων, ανεξάρτητα από φυλή, θρησκεία, γλώσσα, φύλο και επίπεδο μόρφωσης. Κοινός τόπος επομένως και των δύο πλευρών αποβαίνει το αδιέξοδο (με κάποιες διαφοροποιήσεις), απλώς διαφέρει ο τρόπος διαχείρισης από τα ίδια τα άτομα.

Οι πρωταγωνιστές της παράστασης, κλεισμένοι στον κόσμο τους και αποκλεισμένοι συναισθηματικά από το κοινωνικό γίγνεσθαι, δυσκολεύονται να «δουν» τη θετικότητα που εκπέμπουν αυτοί οι εξαθλιωμένοι σωματικά και ψυχικά, που λόγω δουλειάς σχετίζονται μαζί τους. Γίνονται δύσπιστοι στο να δεχτούν την προσφορά τους, όταν ο Μοντίμπο στη Λαμπεντούζα και η Καρολίνα στο Μπίστον της Αγγλίας, καλόκαρδοι, ελπιδοφόροι, τους δίνουν μαθήματα αισιοδοξίας, κατανόησης και εμπιστοσύνης.

Οι άνθρωποι αυτοί, απάτριδες, παρότι είναι σε χειρότερη μοίρα, λειτουργούν σαν καθρέπτες όσων ο Στέφανο, η Ντενίζ, αλλά και όλοι μας λησμονούμε, δηλαδή το αυτονόητο στοιχείο να είσαι άνθρωπος ακόμα και σε κολασμένο περιβάλλον. Αυτές οι τρομακτικές συνθήκες, που διαμορφώνονται ερήμην των ανθρώπων, ορίζουν και εκφράζουν τον πυρήνα της κάθε σκέψης και δράσης των ατόμων, αλλά και το ηθικό ανάστημα της ψυχής. Αυτό που κατανοούν οι ήρωές μας τούς οδηγεί κατευθείαν στην πνευματική αφύπνιση, στη συνάντηση με τον εαυτό τους, με τα συναισθήματα, που λένε σε όλες τις γλώσσες ότι το ανοίκειο, το ξένο ή το διαφορετικό δεν είναι απειλή. Απειλή είναι όταν οι άνθρωποι χάνουν την ταυτότητά τους, δέσμιοι του φόβου, στερεύουν από αγάπη, αποκτούν φασίζουσα συμπεριφορά, υψώνοντας «τείχη», προσποιούμενοι ότι δεν κατάλαβαν πώς έγινε αυτό (ανεπαισθήτως, για να θυμηθούμε τον Καβάφη).

Εξάλλου εκεί πάνω στηρίζονται και οι πολέμιοι των αξιών της οικουμενικής κοινότητας, που κραυγάζει για ελευθερία, αδελφοσύνη, δημοκρατία και αυτοδιάθεση των λαών.

Καλείται, λοιπόν, ο καθένας μας να αναλάβει την ευθύνη που του αναλογεί και να μην στρουθοκαμηλίζει γιατί τάχα ή δεν τον αφορά ή δεν έχει φτάσει το πρόβλημα στην πόρτα του.

Ερμηνείες
Ο Αργύρης Ξάφης απλώς καθηλωτικός, εύστοχος, δείχνει την έκταση των υποκριτικών ικανοτήτων του, με ώριμες κορυφώσεις και σκηνική δεινότητα, σε ένα δύσκολο ρόλο με πολλά επίπεδα και ψυχολογικές διακυμάνσεις, καθηλώνει το θεατή.

Η Χαρά-Μάτα Γιαννάτου ενσαρκώνει την Ντενίζ με συνείδηση και πειστικότητα, χειμαρρώδης με το εκρηκτικό ταμπεραμέντο της. Και οι δύο πολύ καλοί ηθοποιοί μας παράγουν έναν προβληματισμό-άνοιγμα στην αποδοχή, στο μοίρασμα και την αμοιβαιότητα με όχημα ένα συμπαντικό ουμανισμό.

«Πρόσφυγες ήμασταν, πρόσφυγες είναι, πρόσφυγας θα μπορούσε να γίνει ο καθένας μας».

Συντελεστές
Η σκηνοθετική ματιά του Βαγγέλη Θεοδωρόπουλου ουσιαστική, καίρια, επενδύοντας στο θεματικό κέντρο του κειμένου με σεβασμό, δημιουργεί μια παράσταση τιμής ένεκεν στους απανταχού αδύναμους/απόκληρους ενός κόσμου, μιας βιοθεωρίας που θαυμάζει τον πλούτο, αδιαφορεί απέναντι στο συνάνθρωπο, καλλιεργεί την παθητικότητα, ενώ γνωρίζει τα συμφέροντα που αδιάλειπτα προκαλούν πολέμους και εκτοπισμούς λαών.

Σκηνικά (λιτά, λειτουργικά) και κοστούμια η Αγγελική Αυγερινού, σχεδιασμός φωτισμών ο Σάκης Μπιρμπίλης και μουσική ο Σταύρος Γασπαράτος, όλοι βοήθησαν τα μέγιστα στην άρτια εκτέλεση του θεατρικού πονήματος.

Εξαιρετική παράσταση, με πάθος, συστήνεται ανεπιφύλακτα.